Πλάτωνας - Συμπόσιον (ή περί έρωτος)

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
(ἤ περὶ ἔρωτος)

      

ΕΛΕΥΘΕΡΗ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ



2
         
     
           
Ἀπαγορεύεται ἡ ἐµπορικὴ ἐκµετάλλευση. Διατίθεται ΔΩΡΕΑΝ
 


3
    
Στὴ γῆ, ποὺ κράτησε τὸ δέντρο ὄρθιο,
στὶς ρίζες,
στοὺς καρπούς,
στὰ ἄνθη καὶ στοὺς σπόρους του.
                          


4
Ὅσοι καὶ κατὰ βραχὺ σωφροσύνης µετέχουσιν, ἐπὶ
παντὸς ὁρµῇ καὶ σµικροῦ καὶ µεγάλου πράγµατος
θεὸν ἀεὶ που καλοῦσιν. (Τίµαιος 27γ)
(Ὅσοι συµµετέχουν ἔστω καὶ ἐλάχιστα στὴ
σωφροσύνη, ξεκινῶντας ὁποιοδήποτε µικρὸ ἤ καὶ
µεγάλο ἐγχείρηµα, πάντα ἐπικαλοῦνται τὴ βοήθεια
τοῦ θεοῦ).
***
                      


5
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ........................................................................................... 7
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ .................................................................................................. 8
ΔΗΛΩΣΗ ............................................................................................................ 9
ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ........................................................................ 10
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΣΩΚΡΑΤΙΚΩΝ ΛΟΓΩΝ ...................................... 11
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ «ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ»... ........ 13
... ΚΑΙ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ................................... 15
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ................................................................................................ 16
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ (ἤ περὶ ἔρωτος) -
- ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ................... 17
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ .................................................................. 17
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΔΙΑΛΟΓΟΥ (172α – 199γ) ............................................... 17
Ὁ λόγος τοῦ Φαίδρου (178α - 180β) ............................................. 19
Ὁ λόγος τοῦ Παυσανία (180γ - 185γ) .......................................... 20
Ὁ λόγος τοῦ Ἐρυξίµαχου (185δ - 188ε) ...................................... 24
Ὁ λόγος τοῦ Ἀριστοφάνη (189α - 193δ) ....................................... 26
Ὁ λόγος τοῦ Ἀγάθωνα (194ε - 199γ) ............................................. 31
Ὁ λόγος τοῦ Σωκράτη .................................................................................. 35
Ὁ λόγος τοῦ Ἀλκιβιάδη, ἐγκώµιο γιὰ τὸν Σωκράτη ....................... 55
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ................................................................ 67
Ἡ κύηση κατὰ τὸ σῶµα ....................................................................... 67
Ἡ κύηση κατὰ τὴν ψυχή .................................................................... 68
ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗΣ ΚΥΗΣΗΣ ................... 69
ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ (206α-207α) ........................................................... 70
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ (206α-207α) ....................................................................... 71


6
                            


7

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Ἀπ᾿ τὰ παιδικὰ µου χρόνια, µιὰ ἀκαθόριστη δύναµη µὲ ὠθοῦσε
νὰ συγκρουστῶ µὲ κάθε µορφὴ ἐξουσίας, ποὺ µὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο
τρόπο ἔκανε ἐµφανῆ τὴν παρουσία της, στὸ σχολεῖο, στή δουλειά,
στὴν παρέα, σ᾿ ὁλόκληρη τὴν κοινωνία.
Ἡ διάθεση ν᾿ ἀντιδράσω σὲ ὅτι θεωροῦσα ἄδικο, ὄχι µόνο µέσα
στὸ κοινωνικὸ σύνολο ἀλλὰ καὶ µέσα στὸν ἴδιο µου τὸν ἑαυτό,
γινόταν ὁλοένα καὶ πιὸ ἔντονη, πολλὲς φορὲς µάλιστα, χωρὶς νὰ
περιορίζονται τὰ ὅριά της.
Ἀκολουθῶντας τὴν πορεία τοῦ καθηµερινοῦ ἀνθρώπου, µὲ τὶς
ἀδυναµίες, τὶς φιλοδοξίες, τὰ πάθη καὶ τὰ λάθη µου, ἀγωνιοῦσα νὰ
δηµιουργήσω τὸ δικὸ µου «παράδεισο», νὰ ταξιδέψω, νὰ γνωρίσω
τὸν κόσµο, νὰ νιώσω τὴν εὐτυχία καὶ νὰ γευτῶ τὶς καθηµερινὲς
ἀπολαύσεις της ζωῆς.
Στὰ 15 µου, ἐρωτεύθηκα τὴ γυναίκα ποὺ ζῶ µέχρι σήµερα,
ὅµως, µιὰ ἀκαταµάχητη δύναµη ποὺ φώλιαζε µέσα µου, µ᾿ ἔσπρω-
χνε στὴν ἀναζήτηση τοῦ µοναδικοῦ, τοῦ ἰδανικοῦ Ἔρωτα ποὺ θὰ
µποροῦσε νὰ νιώσῃ ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ζεῖ.
Εἴκοσι χρόνια ἀργότερα, φορτωµένος µὲ πολλὰ ἀναπάντητα
ἐρωτηµατικὰ, ἀνησυχίες καὶ ἀναζητήσεις, βρέθηκα νὰ διαβάζω τὴν
ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ.
Καὶ ξαφνικά, γεµᾶτος ἔκπληξη ἔνιωθα τὴν ἔντονη παρουσία
τῆς ἀκαταµάχητης δύναµης τοῦ Σωκρατικοῦ λόγου νὰ µὲ κυριεύῃ,
καὶ νὰ µὴ θέλω ν᾿ ἀντισταθῶ.
Χωρὶς νὰ χάσω χρόνο, προµηθεύτηκα ὅλους τοὺς Πλατωνικοὺς
διαλόγους καὶ στρώθηκα στὴ δουλειά.
Τὸ ταξίδι γιὰ τὴν ἀναζήτηση τοῦ κρυµµένου θησαυροῦ εἶχε
ἀρχίσει. Ἕνα ταξίδι µὲ ἄγνωστη κατεύθυνση καὶ ἄγνωστο τέλος.
Μ᾿ ἕνα ἀσίγαστο πόθο, ρουφοῦσα τὸ περιεχόµενο ὅλων τῶν
διαλόγων, γιὰ νὰ διαπιστώσω τὶ γράφουν, τελοσπάντων, αὐτὰ τὰ
τόσο ἀπρόσιτα στὸν καθηµερινὸ ἄνθρωπο βιβλία.
Καὶ ὦ τοῦ θαύµατος !!!
Εἶχα ἀνοίξει τὴ βρύση ποὺ ἔτρεχε τὸ καθάριο νερό· γιὰ πρώτη
φορὰ, γευόµουν τὸ πνευµατικὸ ἁγίασµα κι ἄρχισα ν᾿ ἀκολουθῶ τὴν
ἀντίστροφη πορεία, γιὰ νὰ φτάσω στὴν πηγή.


8
Ἔνιωθα ὅτι βρίσκοµαι στὸ σωστὸ δρόµο καὶ βῆµα-βῆµα
ἀκολουθοῦσα τὸν ἄριστο ὁδηγό, τὸ Σωκράτη, ποὺ µὲ ὁδηγοῦσε στὰ
σκοτεινὰ µονοπάτια τῆς ΑΛΗΘΕΙΑΣ.
Κάρφωσα τὸ βλέµµα στὸ θολὸ τοπίο ποὺ ἁπλωνόταν µπροστὰ
µου, καὶ σιγά-σιγά ἄρχισα νὰ διακρίνω τὴ σιλουέτα τῆς ὄµορφης
πριγγίπισας, τῆς ΑΓΝΟΙΑΣ, ποὺ τόσο µὲ εἶχε ξεγελάσει µεταµορ-
φωµένη σὲ γνώση.
Τὶ ἔπρεπε νὰ κάνω λοιπόν; Μήπως ἦταν ἤδη ἀργά;
Ἀκολουθῶντας τὸ παράδειγµα τοῦ Ὀδυσσέα καὶ τοῦ Ἡρακλῆ,
πῆρα τὸ ρόπαλο κι ἄρχισα νὰ περιπλανιέµαι στὸ βασίλειο τοῦ νοῦ,
γιὰ ν᾿ ἀνακαλύψω καὶ νὰ ἐξοντώσω τὴ σύγχρονη Λερναία Ὕδρα,
καὶ τὸ Λιοντάρι τῆς Νεµαίας, νὰ καθαρίσω τὴν κόπρο τοῦ Αὐγεία,
ἀντιστεκόµενος συγχρόνως στὸ τραγούδι τῶν Σειρήνων καὶ στὴ
µαγεία τῆς Κίρκης.
Αὐτὴ ἡ πορεία, εἶχε σὰν ἀποτέλεσµα ἀφ᾿ ἑνὸς νὰ γνωρίσω καὶ
νὰ ἀναγνωρίσω τὴν ἄγνοιά µου καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου νὰ ἀνακαλύψω
πόσο ἀσήµαντες εἶναι οἱ καθηµερινὲς ἀνθρώπινες φιλοδοξίες,
µπροστὰ στὴ δυνατότητα ποὺ ἔχοµε νὰ κατακτήσωµε τὸ σύµπαν,
δηλαδὴ νὰ γνωρίσωµε τὸν ἑαυτὸ µας.
Μὲ ἀφετηρία τὴν κατανόηση τῆς ἄγνοιάς µου, µετὰ ἀπὸ εἴκοσι
περίπου χρόνια ἐπαναλήψεως τοῦ ἴδιου ταξιδιοῦ στὸν κόσµο τῆς
Σωκρατικῆς ΑΛΗΘΕΙΑΣ, ἕνα πρῶτο σηµάδι αὐτῆς τῆς περιπλά-
νησης, µὲ γραπτὴ µορφή, κάνει τὴν ἐµφάνισή του.
Στόχος του, ν᾿ ἀποτελέσῃ τὸ εἰσιτήριο γιὰ τό σηµαντικὸτερο
ταξίδι ποὺ ὁ καθένας ἐπιβάλλεται νὰ πραγµατοποιήσῃ, πρὶν ἀπὸ τὸ
µεγάλο ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς.
Καλὸ ταξίδι!!!
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΗ
Μέχρι σήµερα, ἑκατοντάδες εἰδικοὶ σ᾿ ὅλο τὸν κόσµο, µὲ τὴν
κατάλληλη παιδεία, ἔχουν ἀφιερώσει τὴ ζωὴ τους στὸ Πλατωνικὸ
ἔργο, µὲ ἐπιστηµονικὲς µελέτες, ἔρευνες καὶ µεταφράσεις σχεδὸν σ᾿
ὅλες τὶς γλῶσσες. Ὅπως φαίνεται ὅµως, ἀκόµη καὶ ἀνάµεσά τους,
ὑπάρχουν διαφορετικὲς ἀπόψεις γιὰ τὴ Σωκρατικὴ σοφία.
Ἐπίσης, ἑκατοµµύρια ἀναγνῶστες ἔχουν προσεγγίσει τὴ
Σωκρατικὴ φιλοσοφία, ἀπὸ διαφορετικὴ ὀπτικὴ γωνία ὁ καθένας.
Ἄλλοι ὑποχρεωτικά, σὰν µαθητὲς ἤ φοιτητὲς, ἄλλοι ἐπαγγελµατικά,
σὰν λειτουργοὶ ἤ µεταφραστὲς καὶ ἄλλοι, ἔτσι ἁπλά, γιὰ νὰ ἐµπλου-
τίσουν τὶς γνώσεις τους.


9
Ὅµως, ὁ τρόπος προσέγγισης, ἡ ἀδυναµία κατανόησης καὶ ἡ
ἔλλειψη ἀποδεικτικῆς ἱκανότητας τῶν ἀναγνωστῶν, ὁδηγεῖ σὲ
λανθασµένα συµπεράσµατα καὶ δηµιουργεῖ ἀµφισβητήσεις καὶ
ἀρνητικὴ κριτικὴ γιὰ τὴν ΑΛΗΘΕΙΑ.
Ἀντίθετα, ἡ ἐρευνητικὴ διάθεση ἀπέναντι στὴν ΑΛΗΘΕΙΑ,
ἐπιβεβαιώνει µὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὴν ὕπαρξη ἀποδεικτικῶν
στοιχείων, στὸ Σωκρατικὸ λόγο καὶ τὴν Πλατωνικὴ γραφή.
Διότι, ὁ Σωκράτης δὲν ἀναζητοῦσε τὴν ἀλήθεια· τὴν ἤξερε· καὶ
ἀνάλωσε τὴ ζωὴ του γιὰ νὰ διδάξῃ δηµόσια καὶ ἀφιλοκερδῶς τοὺς
Ἀθηναίους, µὲ ποιὸ τρόπο θὰ ἀσκηθοῦν γιὰ νὰ τὴν κατακτήσουν.
Δὲν ἐξέφρασε µιὰ ἄποψη ἤ µιὰ διαφορετικὴ θεωρία γιὰ τὸ
νοητὸ καὶ τὸν ὁρατὸ κόσµο, ἀλλὰ εἶπε τὴν ΑΛΗΘΕΙΑ.
Τὰ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ὑπάρχουν. Μιλοῦν· ὄχι ὅµως στὶς
αἰσθήσεις, ἀλλὰ στὴ νόηση· ἄλλοτε ἔντονα, ἄλλοτε συγκαλυµµένα κι
ἄλλοτε πάλι, σιωποῦν. Γιατὶ, πῶς θὰ µποροῦσε κάποιος ν᾿
ἀποκαλύψῃ ὅσα δὲν ἀποκαλύπτονται;
Ὁ Τίµαιος, στὸν ὁµώνυµο Πλατωνικὸ διάλογο, ἀναφερόµενος
στὴ δηµιουργία τοῦ σύµπαντος καὶ τὸ δηµιουργό, ἐπισηµαίνει:
Τὸν µὲν οὖν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντὸς εὑρεῖν τε ἔργον
καὶ εὑρόντα εἰς πάντας ἀδύνατον λέγειν. (Τίµαιος 28γ)
(Δηλαδή, τὸν δηµιουργὸ καὶ πατέρα αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ σύµπαντος, καὶ
νὰ τὸν βροῦµε εἶναι ἔργο µας, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ θὰ τὸν βρῇ εἶναι
ἀδύνατον νὰ τὸν ἀποκαλύψῃ σὲ ὅλους).
ΔΗΛΩΣΗ
Κανένα εὐτελὲς ἤ µαταιόδοξο κίνητρο δὲν ὁδήγησε τὴ σκέψη
µου, ξεκινῶντας αὐτὴ τὴ µεταφραστικὴ προσέγγιση.
Θέλοντας ν᾿ ἀποκτήσω τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν πληρέστερη ἀντί-
ληψη τοῦ Συµποσίου, µετὰ ἀπὸ πολλὲς ἐπαναλήψεις, ἐξανάγκασα
τὸν ἑαυτὸ µου νὰ προσεγγίσῃ τὸ ἀρχαῖο κείµενο, µὲ ὅποιες θυσίες κι
ἂν ἀπαιτοῦσε αὐτὸ τὸ ἐγχείρηµα.
Ἡ ἄγνοιά µου, δὲν στάθηκε ἱκανὴ νὰ ἐµποδίσῃ µιὰ τόσο
κοπιαστικὴ, ἀλλὰ καὶ τόσο ὡφέλιµη, τελικά, προσπάθεια.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ι. ΤΣΑΪΝΗΣ


10
ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ
Οἱ γνήσιοι διάλογοι τοῦ Πλάτωνα, µὲ ἀλφαβητικὴ σειρά, εἶναι
οἱ ἀκόλουθοι:
• ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
• ΓΟΡΓΙΑΣ (ἤ περὶ ρητορικῆς)
• ΕΥΘΥΔΗΜΟΣ (ἤ ἐριστικός)
• ΕΥΘΥΦΡΩΝ (ἤ περὶ ὁσίου)
• ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ (ἤ περὶ ἐπιστήµης)
• ΙΠΠΙΑΣ Ἐλάσσων (ἤ περὶ ψεύδους)
• ΙΠΠΙΑΣ Μείζων (ἤ περὶ καλοῦ)
• ΙΩΝ (ἤ περὶ Ἰλιάδος)
• ΚΡΑΤΥΛΟΣ (ἤ περὶ ὀρθότητος ὀνοµάτων)
• ΚΡΙΤΙΑΣ (ἤ περὶ Ἀτλαντίδος)
• ΚΡΙΤΩΝ (ἤ περὶ τοῦ πρακτέου)
• ΛΑΧΗΣ (ἤ περὶ ἀνδρείας)
• ΛΥΣΙΣ (ἤ περὶ φιλίας)
• ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ (ἤ ἐπιτάφιος)
• ΜΕΝΩΝ (ἤ περὶ ἀρετῆς)
• ΝΟΜΟΙ (ἤ περὶ νοµοθεσίας)
• ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ (ἤ περὶ ἰδεῶν)
• ΠΟΛΙΤΕΙΑ Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ, Ζ, Η, Θ, Ι (ἤ περὶ δικαίου)
• ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ (ἤ περὶ βασιλείας)
• ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ (ἤ σοφιστές)
• ΣΟΦΙΣΤΗΣ (ἤ περὶ τοῦ ὄντος)
• ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ (ἤ περὶ ἔρωτος)
• ΤΙΜΑΙΟΣ (ἤ περὶ φύσεως)
• ΦΑΙΔΡΟΣ (ἤ περὶ καλοῦ)
• ΦΑΙΔΩΝ (ἤ περὶ ψυχῆς)
• ΦΙΛΗΒΟΣ (ἤ περὶ ἡδονῆς)
• ΧΑΡΜΙΔΗΣ (ἤ περὶ σωφροσύνης)
Στοὺς γνήσιους διαλόγους κατατάσσεται καὶ ὁ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Ι
(ἤ περὶ ἀνθρώπου φύσεως), ὁ ὁποῖος παλαιότερα ἐθεωρεῖτο νόθος.
Ἀντίθετα ὁ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ ΙΙ (ἤ περὶ προσευχῆς) εἶναι νόθος.
Ὑπάρχουν ἐπίσης ἀρκετοὶ διάλογοι ποὺ ἀποδίδονται στὸν
Πλάτωνα καὶ ἔχουν χαρακτηριστεῖ ἀπὸ τοὺς εἰδικοὺς ὡς νόθοι,
ἐπειδὴ ἔχουν γραφτεῖ ἀπὸ ἄγνωστους συγγραφεῖς, ποὺ ἤθελαν νὰ
νὰ µιµηθοῦν τὴ διαλεκτικὴ µεθοδολογία τοῦ Πλάτωνα.


11
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΣΩΚΡΑΤΙΚΩΝ ΛΟΓΩΝ
Τῶν γὰρ ὄντων ᾧ νοῦν µόνῳ κτᾶσθαι προσήκει, λεκτέον ψυχήν·
τοῦτο δὲ ἀόρατον. (Τίµαιος 46δ)
(Στὸ µόνο ἀπὸ τὰ ὄντα ποὺ ἁρµόζει νὰ ἔχῃ στὴν κατοχή του νοῦ,
πρέπει νὰ ποῦµε ὅτι εἶναι ἡ ψυχή· κι αὐτὸ τὸ ὄν εἶναι ἀόρατο).
***
Θεὸς οὐδαµῇ οὐδαµῶς ἄδικος ἀλλ᾿ ὡς οἷόν τε δικαιώτατος, καὶ οὐκ
ἔστιν αὐτῷ ὁµοιότερον οὐδὲν ἤ ὅς ἂν ἡµῶν γένηται αὖ δικαιότατος.
Περὶ τοῦτο καὶ ἡ ὡς ἀληθῶς δεινότης ἀνδρὸς καὶ οὐδενία τε καὶ
ἀνανδρία. (Θεαίτητος 176γ)
(Ὁ θεὸς σὲ καµµιὰ περίπτωση καὶ µὲ κανένα τρόπο δὲν εἶναι ἄδικος,
ἀλλὰ ὅσο τὸ δυνατὸν δικαιότατος· καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ
τοῦ µοιάζει περισσότερο, παρὰ µόνο ἐκεῖνος ἀπὸ µᾶς ποὺ θὰ γίνῃ
ὅσο τὸ δυνατὸν δικαιότατος. Ἀπ᾿ αὐτό διακρίνεται καὶ ἡ ἀληθινὴ
ἀξία ἑνὸς ἄνδρα καὶ ἡ µηδαµινότητα καὶ ἡ ἀνανδρία του).
***
Ἀγνοίας δ᾿ οὖν µέγα τὶ µοι δοκῶ καὶ χαλεπὸν ἀφωρισµένον ὁρᾷν
εἶδος .... τὸ µὴ κατιδότα τι δοκεῖν εἰδέναι· .... τούτῳ µόνῳ τῆς ἀγνοίας
ἀµαθίαν τοὔνοµα προσρηθῆναι. (Σοφιστής 229γ)
(Νοµίζω πὼς βλέπω ξεχωρισµένο κάποιο µεγάλο καὶ φοβερὸ εἶδος
τῆς ἄγνοιας .... τὸ νὰ µὴ γνωρίζῃ κάτι (κάποιος) καὶ νὰ νοµίζῃ ὅτι τὸ
γνωρίζει· .... σ᾿ αὐτὸ µόνο τὸ εἶδος τῆς ἄγνοιας µπορεῖ νὰ δοθῇ τὸ
ὄνοµα τῆς ἀµάθειας).
***
Οὐδαµῶς ἄρα δεῖ ἀδικεῖν. Οὐδὲ ἀδικούµενον ἄρα ἀνταδικεῖν, ὡς οἱ
πολλοὶ οἴονται, ἐπειδὴ γε οὐδαµῶς δεῖ ἀδικεῖν. (Κρίτων 49β)
(Ἆρα µὲ κανένα τρόπο δὲν πρέπει κάποιος νὰ ἀδικῇ. Οὔτε ὅταν
ἀδικεῖται ἑποµένως νὰ ἀνταποδίδῃ τὴν ἀδικία, ὅπως νοµίζουν οἱ
πολλοί, ἐπειδὴ βέβαια µὲ κανένα τρόπο δὲν πρέπει νὰ ἀδικῇ).
***
Τὸ γὰρ ἄτοπον ἐξ ἀγνοίας συµβαίνει (Πολιτικός 291β)
(Διότι τὸ παράδοξο (δηλ. αὐτὸ ποὺ φαίνεται ἀδύνατον) δηµιουρ-
γεῖται ἀπὸ ἄγνοια).
***
Τὸ γὰρ ἐξαπατᾶσθαι αὐτὸν ὑφ᾿ αὑτοῦ πάντων χαλεπώτατον.
(Κρατύλος 428δ)
(Τὸ νὰ ἐξαπατᾶσαι ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ σου, εἶναι τὸ φοβερότερο
ἀπ᾿ ὅλα).
***


12
Ὦ φίλε Πᾶν1 τε καὶ ἄλλοι ὅσοι τῇδε θεοί, δίοιτέ µοι καλῷ γενέσθαι
τἄνδοθεν· ἔξωθεν δ᾿ ὅσα ἔχω τοῖς ἐντὸς εἶναί µοι φίλια. Πλούσιον δὲ
νοµίζοιµι τὸν σοφόν· τὸ δὲ χρυσοῦ πλῆθος εἴη µοι ὅσον µήτε ἄγειν
µήτε φέρειν δύναιτ᾿ ἄλλος ἤ ὁ σώφρων. (Φαῖδρος 279γ)
(Ὦ ἀγαπητὲ Πάνα καὶ ὅσοι ἄλλοι θεοὶ προστατεύετε αὐτὴν ἐδῶ τὴν
πόλη, βοηθῆστέ µε νὰ γίνω καλὸς ἐσωτερικά· καὶ ὅσα ἔχω ἐξωτερικὰ
νὰ εἶναι ἀνάλογα µὲ τὰ ἐσωτερικά. Πλούσιο νὰ θεωρῶ τὸν σοφό·
καὶ νὰ ἀποκτήσω τόσο χρυσάφι, ὅσο κανένας ἄλλος νὰ µὴ µπορεῖ
οὔτε νὰ τὸ σηκώσῃ οὔτε νὰ τὸ µεταφέρῃ, παρὰ µόνο ὁ σώφρων).
***
...ἐσχάτη γὰρ ἀδικία δοκεῖν δίκαιον εἶναι µὴ ὄντα. (Πολιτεία 361α)
(Ἡ χειρότερη ἀδικία εἶναι νὰ θεωρεῖται κάποιος δίκαιος, ἐνῶ δὲν
εἶναι).
***
Οὐ δύναµαί πω κατὰ τὸ Δελφικὸν γράµµα γνῶναι ἑµαυτόν· γε-
λοῖον δὴ µοι φαίνεται τοῦτο ἔτι ἀγνοοῦντα τὰ ἀλλότρια σκοπεῖν.
(Φαῖδρος 229ε)
(Ἀκόµη δὲν µπορῶ νὰ γνωρίσω τὸν ἑαυτὸ µου σύµφωνα µὲ τὴ
Δελφικὴ ἐπιγραφή· µοῦ φαίνεται λοιπὸν γελοῖο, ἐνῶ ἀκόµη ἀγνοῶ
αὐτό, νὰ σκέφτοµαι τὰ ξένα).
***
Μέγας γὰρ ὁ ἀγών· µέγας, οὐχ ὅσος δοκεῖ τὸ χρηστὸν ἤ κακὸν
γενέσθαι, ὥστε οὔτε τιµῇ ἐπαρθέντα οὔτε χρήµασιν οὔτε ἀρχῇ
οὐδεµιᾷ οὐδὲ γε ποιητικῇ ἄξιον ἀµελῆσαι δικαιοσύνης τε καὶ τῆς
ἄλλης ἀρετῆς. (Πολιτεία 608β)
(Μεγάλος εἶναι ὁ ἀγώνας· ὄχι ὅσος φαίνεται, ἀλλὰ πολὺ µεγάλος,
γιὰ νὰ γίνῃ κάποιος εὐσεβὴς ἤ κακός, ὥστε οὔτε ἀπὸ τιµὲς οὔτε ἀπὸ
χρήµατα οὔτε ἀπὸ καµµιὰ ἐξουσία οὔτε βέβαια ἀπὸ τὴν ποιητικὴ2
παρασυρόµενος ἀξίζει νὰ παραµελήσῃ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ὑπό-
λοιπη ἀρετή3).
***
                                                        
1. Γιὸς τοῦ Ἐρµῆ, θεὸς τῶν δασῶν, τῶν βουνῶν καὶ τῶν ποιµνίων ποὺ
λατρευόταν κυρίως στὴν Ἀρκαδία.
2. Μὲ τὴν εὑρύτερη ἔννοια τῆς ποίησης (βλ. σελ. 43, παραγρ. 205β).
3. Τὰ τέσσερα µέρη τῆς ἀρετῆς, εἶναι ἡ φρόνηση, ἡ σωφροσύνη, ἡ
δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀνδρεία.


13
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ «ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ» ...
Σωκράτης. Γιὸς τοῦ Σωφρονίσκου καὶ τῆς µαίας Φαιναρέτης,
ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα π.Χ. (470-399), παντρεύτηκε τὴν Ξανθίππη καὶ
ἀπέκτησε τρεῖς γιούς, τοὺς Λαµπροκλῆ, Σωφρονίσκο καὶ Μενέξενο.
Ἀνάλωσε ἀφιλοκερδῶς τὴ ζωὴ του στὴν ἐκπαίδευση τῶν Ἀθηναίων
καὶ ἔµεινε ἀθάνατος γιὰ τὴ σοφία του. Μόνο ἡ λέξη θεϊκός, νοµίζω
ὅτι ἁρµόζει νὰ τοῦ ἀποδωθῇ. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἰσχυριζόταν ὅτι δὲν
γνώριζε τίποτα, γνώριζε ἀκόµη καὶ τὴν ἡµέρα τοῦ θανάτου του.
Χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ ὄνειρο ποὺ ἀποκαλύπτει στὸν Κρίτωνα,
στὸν ὁµώνυµο διάλογο τοῦ Πλάτωνα.
Τεκµαίροµαι δὲ ἔκ τινος ἐνυπνίου, ὅ ἑώρακα ὀλίγον πρότερον
ταύτης τῆς νυκτός· .... Ἐδόκει τὶς µοι γυνὴ προσελθοῦσα καλὴ καὶ
εὐειδὴς, λευκὰ ἱµάτια ἔχουσα, καλέσαι µε καὶ εἰπεῖν· ὦ Σώκρατες
ἤµατί κεν τριτάτῳ Φθίην ἐρίβωλον ἵκοιο (Κρίτων 14β)
(Καὶ αὐτὸ τὸ συµπεραίνω ἀπὸ κάποιο ὄνειρο, ποὺ ἔχω δεῖ λίγο πιὸ
πρὶν αὐτὴ τὴ νύκτα· .... Μοῦ φάνηκε ὅτι µὲ πλησίασε κάποια γυναί-
κα ὡραία καὶ εὐπαρουσίαστη, ντυµένη στ᾿ ἄσπρα, ποὺ µὲ φώναξε
καὶ µοῦ εἶπε· Σωκράτη σὲ τρεῖς µέρες θὰ φτάσῃς στὴν εὔφορη γῆ τῆς
Φθίας).
Καὶ πράγµατι, τρεῖς µέρες ἀργότερα ἤπιε τὸ κώνιο.
Ἀριστόδηµος ὁ Κυδαθηναῖος. Ἕνας µικρόσωµος, φτωχός καὶ
πάντα ξυπόλητος Ἀθηναῖος, ποὺ ἔγινε γνωστὸς καὶ µόνο ἐπειδὴ
συνήθιζε ν᾿ ἀκολουθῇ τὸν Σωκράτη. Παραβρέθηκε στὸ διάλογο σὰν
ἀκροατὴς (καλεσµένος ἀπ᾿ τὸν ἴδιο τὸ Σωκράτη) καὶ διηγήθηκε τὰ
γεγονότα τοῦ Συµποσίου στὸν Ἀπολλόδωρο.
Ἀπολλόδωρος. Γνωστὸς ἀπὸ τὴν παρουσία του, τόσο κατὰ τὴ
διάρκεια τῆς δίκης τοῦ Σωκράτη, ὅσο καὶ τὴ στιγµὴ ποὺ πίνει τὸ
κώνιο. Τὰ γεγονότα τοῦ Συµποσίου τὰ γνωρίζει ἀπὸ τὴ διήγηση τοῦ
Ἀριστόδηµου, ἐπειδὴ τὴν περίοδο ποὺ ἔγινε τὸ Συµπόσιο, ἦταν
πολὺ µικρὸς. Παρακολουθοῦσε µὲ ἐνθουσιασµὸ τὶς φιλοσοφικὲς
ἀναλύσεις τοῦ Σωκράτη καὶ µάλιστα ἰσχυριζόταν, ὅτι ἀπὸ τὸτε ποὺ
γνώρισε τὸν Σωκράτη, ἄρχισε νὰ ζῇ.
Φαῖδρος. Γνωστὸς κυρίως ἀπὸ τὸν ὁµώνυµο διάλογο τοῦ
Πλάτωνα, στὸν ὁποῖο ὁ Σωκράτης ἐξετάζει τὴν ἔννοια τοῦ καλοῦ
(δηλαδὴ τοῦ ὡραίου). Στὸ διάλογο Πρωταγόρας, ὁ Φαῖδρος
συµµετέχει σὰν ἀκροατής, ἐνῶ στὸ Συµπόσιο, εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ θὰ
ἐκφράσῃ τὸν ἔπαινό του γιὰ τὸν Ἔρωτα.


14
Παυσανίας. Γνωστὸς ἀπὸ τὸ διάλογο τοῦ Πλάτωνα Πρωτα-
γόρας, ὅπου συµµετέχει σὰν ἀκροατής.
Ἐρυξίµαχος. Γιατρὸς κατὰ τὸ ἐπάγγελµα, γιὸς τοῦ Ἀκουµε-νοῦ,
ἐπίσης γιατροῦ καὶ φίλου τοῦ Σωκράτη. Διακρινόταν γιὰ τὴν
εὑρύτητα τῆς µόρφωσής του.
Ἀριστοφάνης. Ὁ πιὸ ἐπιφανὴς σατυρικὸς ποιητὴς τῆς ἀρ-
χαιότητας. Ἔχει γράψει ἀρκετὲς κωµωδίες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες σώθηκαν
οἱ ἀκόλουθες: Ἀχαρνεῖς, Ἱππεῖς, Νεφέλες, Σφῆκες, Εἰρήνη, Ὄρνιθες,
Λυσιστράτη, Θεσµοφοριάζουσες, Βάτραχοι, Ἐκκλησιάζουσες καὶ
Πλοῦτος.
Ἀγάθωνας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους δραµατουργοὺς
τοῦ 5ου π.Χ. αἰώνα. Γόνος πλούσιας καὶ ἀριστοκρατικῆς οἰκογέ-
νειας, ξεχώριζε γιὰ τὴν ὀµορφιὰ καὶ τὴ φιλοµάθειά του. Στὸ σπίτι
παρέθεσε δεῖπνο στοὺς φίλους του γιὰ νὰ γιορτάσῃ τὴν πρώτη νίκη
του στὴν τραγωδία, ποὺ ἔµεινε γνωστὸ ὡς Συµπόσιο.
Ἀλκιβιάδης. Διάσηµος Ἀθηναῖος πολιτικὸς καὶ στρατηγός. Γιὸς
τοῦ Κλεινία καὶ τῆς Δεινοµάχης καὶ ἀνηψιὸς τοῦ Περικλῆ. Ὑπῆρξε
µαθητὴς τοῦ Σωκράτη καὶ διακρινόταν γιὰ τὸ κάλλος, τὴ γενναιό-
τητα, τὴν εὐστροφία καὶ τὴ ρητορικὴ του δεινότητα. Ὅµως, ἡ
φιλοδοξία, ἡ µεγαλοµανία, τὸ θράσος καὶ ἡ µαταιοδοξία του, τὸν
παρέδωσαν στὴν ἱστορία ὡς παράδειγµα «πρὸς ἀποφυγὴν».


15
... ΚΑΙ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
Θεωρῶ χρήσιµο νὰ παραθέσω ὡρισµένα στοιχεῖα τὰ ὁποῖα θὰ
διευκολύνουν τὸν ἀναγνώστη νὰ κατανοήσῃ τὸν τρόπο µὲ τὸν
ὁποῖο ἐπιχειρεῖται ἡ µεταφραστικὴ προσέγγιση στὸ Συµπόσιο καὶ
τοὺς λόγους ποὺ µὲ ὤθησαν σ᾿ αὐτὸ τὸ ἐγχείρηµα.
Ὁ Ἀριστόδηµος, ποὺ ἦταν παρὼν ὡς ἀκροατὴς στὸ Συµπόσιο,
διηγήθηκε τὰ συµβάντα στὸν Ἀπολλόδωρο, ὁ ὁποῖος µὲ τὴ σειρὰ
του τὰ ἀφηγεῖται σὲ φίλους του.
Ὡς ἐκ τούτου, ὁ Ἀπολλόδωρος ὑποχρεώνεται νὰ διευκρινίζει
ποιὸς µιλᾶ σὲ ποιόν, ἐπεναλαµβάνοντας συνεχῶς τὶς φράσεις «αὐτὸς
εἶπε», «ἐκεῖνος ἀπάντησε», κ.ο.κ., µὲ ἀποτέλεσµα νὰ δυσχεραίνεται ἡ
ἀνάγνωση.
Μὴ ἔχοντας ὁ ἴδιος προηγούµενη ἐµπειρία σὲ Πλατωνικούς δια-
λόγους, µετὰ ἀπὸ πολλὲς ἐπαναλήψεις τοῦ συγκεκριµένου διαλό-
γου, θεώρησα χρήσιµο νὰ ξεχωρίσω τὰ οὐσιώδη καὶ σηµαντικά ἀπὸ
τὰ δευτερευόντως οὐσιώδη. Ἔτσι λοιπόν, στὰ κεφάλαια 1-20 ὅπου
περιλαµβάνονται οἱ λόγοι ποὺ ἐξέφρασαν γιὰ τὸν Ἔρωτα τὰ
πρόσωπα τοῦ διαλόγου Φαῖδρος, Παυσανίας, Ἐρυξίµαχος, Ἀριστο-
φάνης καὶ Ἀγάθωνας, γίνεται περιληπτικὴ ἀναφορά. Στὸ λόγο τοῦ
Σωκράτη (κεφ. 21-31) καὶ στὸ λόγο τοῦ Ἀλκιβιάδη (κεφ. 32 ἕως τὸ
τέλος), γίνεται πλήρης ἀναφορά, συµπεριλαµβανοµένων καὶ τῶν
ἀριθµητικῶν δεικτῶν τοῦ ἀρχαίου κειµένου (µὲ κάποιες ἀναγκαῖες
ἀποκλίσεις). Ἀπὸ τὸ σηµεῖο ποὺ παίρνει τὸ λόγο ὁ Σωκράτης, γιὰ
νὰ γίνῃ εὐχερέστερη ἡ ἀνάγνωση, µετατρέπω τὴν αὐθεντικὴ
ἀφηγηµατικὴ περιγραφὴ σὲ διάλογο τοῦ Σωκράτη µὲ τὸν Ἀγάθωνα,
τὴ Διοτίµα καὶ τὸν Ἀλκιβιάδη, χωρὶς νὰ ἀλλοιώνεται ἡ ἀκρίβεια
τῶν λεγοµένων.
Ἡ µεταφραστικὴ προσέγγιση, γίνεται στὴν "καθοµιλουµένη", µὲ
διατήρηση καὶ τοῦ πολυτονικοῦ συστήµατος, ἐπιδιώκοντας νὰ
κινήσῃ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ καθηµερινοῦ ἀναγνώστη ποὺ δὲν ἔχει
προηγούµενη ἐπαφὴ τόσο µὲ τοὺς Πλατωνικοὺς διαλόγους ὅσο καὶ
µὲ προγενέστερες µεταφράσεις στὴν καθαρεύουσα, ὥστε νὰ
ἐπιχειρήσῃ µιὰ πρώτη "ἀναγνωριστικὴ" προσέγγιση στὸ θέµα ποὺ
πραγµατεύεται ὁ διάλογος.
Γιὰ τὴν αὐθαιρεσία µου, θὰ πρέπει νὰ ζητήσω τὴ συγγνώµη τῆς
φιλολογικῆς καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τῆς φιλοσοφικῆς κοινότητας, διευ-
κρινίζοντας παράλληλα ὅτι δὲν ἐπιδιώκεται ἡ σύγκριση µὲ τὶς
ὑπάρχουσες µεταφράσεις, στὶς ὁποῖες καλεῖται ὁ ἀναγνώστης νὰ
ἀνατρέξῃ γιὰ µιὰ πληρέστερη καὶ πιὸ ἐµπεριστατωµένη µελέτη τοῦ


16
διαλόγου. Αὐτὸς, ἐξ ἄλλου, εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ µὲ ἀπέτρεψε νὰ
συµπεριλάβω τὸ ἀρχαῖο κείµενο στὴν παροῦσα ἐργασία.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ
Τὰ βοηθήµατα ποὺ χρησιµοποίησα στὴν προσπάθειά µου εἶναι:
• Μέγα Λεξικὸ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης LIDDEL & SCOTT
(Ἐκδόσεις Ι. Σιδέρη).
• Πλάτωνος Συµπόσιον (Βιβλιοθήκη Μεταφράσεων Ἀρχαίων Ἑλ-
λήνων Συγγραφέων -Ἐφηµερίδα Ἐλεύθερος Ἄνθρωπος 1932).
• Πλάτωνος Συµπόσιον - Μετάφραση Ι. Συκουτρῆ (Ἀκαδηµία
Ἀθηνῶν -Ἐκδόσεις Πάπυρος).
• Πλάτωνος Συµπόσιον - Μετάφραση Β. Δεδούση (Ἐκδόσεις Ε &
Μ. Ζαχαροπούλου).
• Πλάτωνος Συµπόσιον - Μετάφραση Ἡλ. Ἀνδρεάδη (Ἐκδόσεις
Κάκτος)
Ἀπὸ τὴν παροῦσα θέση, θεωρῶ ὑποχρέωση νὰ εὐχαριστήσω τὸ φίλο
Παναγιώτη Σιδηρόπουλο καὶ τὴ ΜΑΤΖΕΝΤΑ γιὰ τὴν ἀµέριστη
συµπαράσταση καὶ τὴν ἀφιλόκερδη ὑλικοτεχνικὴ ὑποστήριξη πού
µοῦ προσέφεραν.


17
ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
(ἤ περὶ ἔρωτος)
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ
Τὰ κυριότερα πρόσωπα ποὺ πῆραν µέρος στὸ διάλογο,
ἐπαινῶντας τὸν Ἔρωτα, ἦταν ὁ Ἀγάθωνας, ὁ Φαῖδρος, ὁ Παυσα-
νίας, ὁ ᾿Ερυξίµαχος, ὁ Ἀριστοφάνης καὶ ὁ Σωκράτης. Στὸ τέλος τοῦ
διαλόγου, ἦρθε νὰ συµπληρώσῃ τὴ συντροφιὰ ἕνα ἀκόµη πρόσωπο,
ὁ Ἀλκιβιάδης, καὶ νὰ προσθέση τὸ δικὸ του ξεχωριστὸ ἔπαινο.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΔΙΑΛΟΓΟΥ (172α – 199γ)

ΚΕΦ. 1-5.

῾Ο Ἀπολλόδωρος, εὑρισκόµενος ἀνάµεσα σὲ φίλους, τοὺς
βεβαιώνει ὅτι γνωρίζει πολὺ καλὰ τὰ περὶ Συµποσίου, γιατὶ τὰ ἔχει
ἐπαναλάβει πολλὲς φορὲς καὶ τὰ ἔχει ἀποστηθίσει. Μάλιστα,
κάποια ἀπὸ κεῖνες τὶς ἡµέρες, βαδίζοντας ἀπὸ τὸ Φάληρο (ὅπου
ἦταν τὸ σπίτι του) πρὸς τὴν Ἀθήνα, τὸν σταµάτησε ὁ Γλαύκωνας, ὁ
ὁποῖος τὸν παρότρυνε νὰ τοῦ διηγηθῇ µὲ σαφήνεια ὅσα ξέρει γιὰ τὸ
Συµπόσιο, γιατί, ἂν καὶ τὰ εἶχε ξανακούσει ἀπὸ κάποιο ἄλλο φίλο
του, δὲν εἶχε καταλάβει καὶ πολλὰ πράγµατα. ῎Ηθελε δηλαδὴ νὰ µά-
θη ὁ Γλαύκωνας, πότε ἔγινε τὸ συµπόσιο, ποιοὶ ἦταν παρόντες καὶ
τὶ εἶπαν γιὰ τὸν ἔρωτα.
Ἀρχίζει λοιπὸν ὁ Ἀπολλόδωρος νὰ περιγράφῃ στοὺς φίλους
του τὶ συζήτησαν µὲ τὸν Γλαύκωνα, λέγοντας:
Σύµφωνα µὲ ὅσα µοῦ διηγήθηκε ὁ Ἀριστόδηµος ὁ Κυδαθη-
ναῖος, γιὰ νὰ γιορτάσῃ ὁ Ἀγάθωνας τὴν πρώτη νίκη του στὴν τρα-
γωδία, κάλεσε τὴν ἑπόµενη µέρα τοὺς φίλους του σὲ δεῖπνο. Αὐτό
συνέβη πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, τότε ποὺ ἐµεῖς εἴµαστε ἀκόµη
παιδιά. ῞Ενας ἀπὸ τοὺς καλεσµένους τοῦ Ἀγάθωνα ἦταν καὶ ὁ
Σωκράτης, ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε πάρει µαζὶ του καὶ τὸν Ἀριστόδηµο, ἕνα
µικρόσωµο καὶ πάντα ξυπόλητο, ποὺ συνήθιζε νὰ τὸν ἀκολουθῇ.
Λίγο πρὶν φθάσουν στὸ σπίτι τοῦ Ἀγάθωνα, ὁ Σωκράτης κοντο-


18
στάθηκε γιὰ νὰ συγκεντρωθῇ στὸν ἑαυτὸ του, ἐνῶ παράλληλα
προέτρεψε τὸν Ἀριστόδηµο νὰ προχωρήσῃ µόνος του. Αὐτός
ὑπάκουσε καὶ προχωρώντας ἔφθασε στό σπίτι τοῦ Ἀγάθωνα, ὅπου
τὸν ὑποδέχθηκε ἕνας ὑπηρέτης καὶ τὸν ὡδήγησε στὸ χῶρο ποὺ ἦταν
ξαπλωµένοι4 καὶ οἱ ὑπόλοιποι καλεσµένοι, ἕτοιµοι νὰ δειπνήσουν.
῾Ο Ἀγάθωνας, ἀφοῦ καλωσόρισε τὸν Ἀριστόδηµο, τὸν ἔβαλε νὰ ξα-
πλώσῃ δίπλα στὸν Ἐρυξίµαχο καὶ κάλεσε ἕνα ὑπηρέτη, γιὰ νὰ τὸν
στείλη νὰ φωνάξη τὸν Σωκράτη, ἀλλὰ ὁ Ἀριστόδηµος τὸν ἀπέτρε-
ψε, λέγοντάς του ὅτι ὁ Σωκράτης συνηθίζει νὰ παραµερίζῃ πότε-
πότε καὶ νὰ στέκεται ἀκίνητος.
Εἶχαν ἀρχίσει νὰ τρῶνε, ὅταν µπῆκε µέσα ὁ Σωκράτης καὶ ὁ
Ἀγάθωνας τὸν φώναξε νὰ ξαπλώση δίπλα του (µιᾶς κι ἦταν µόνος
του στὸ τελευταῖο ἀνάκλιντρο), γιὰ ν’ ἀπολαύσῃ κι αὐτὸς, ὅπως
εἶπε, τὴ σοφὴ ἰδέα ποὺ ἦταν φανερὸ ὅτι ἀνεκάλυψε ὁ Σωκράτης ὅση
ὥρα στεκόταν ἔξω.
῎Αν ἦταν ἡ σοφία κάτι τέτοιο, ποὺ νὰ τρέχῃ ἀπὸ τὸν πιὸ
γεµᾶτο στὸν πιὸ ἄδειο, ὅταν ὁ ἕνας ἀπὸ µᾶς ἀγγίζει τὸν ἄλλο, θὰ
ἦταν πολύτιµο νὰ ξαπλώσω δίπλα σου Ἀγάθωνα, γιατὶ θὰ γέµιζα µὲ
πολλὴ σοφία, ἀπάντησε ὁ Σωκράτης καὶ ξάπλωσε γιὰ νὰ δειπνήσῃ.
Ἀφοῦ ἔκαναν τὶς ἀπαραίτητες σπονδὲς καὶ ἔψαλλαν ὕµνους στὸν
θεό, ἄρχισαν νὰ πίνουν.
῾Ο Παυσανίας ἐπρότεινε νὰ συµφωνήσουν σχετικὰ µὲ τὸν
τρόπο ποὺ θὰ ἔπιναν ὅσο γίνεται πιὸ ἄνετα (ἐπειδὴ οἱ περισσότεροι
εἶχαν πιεῖ καὶ τὴν προηγούµενη µέρα πολὺ) καὶ ἀποφασίσθηκε νὰ
πίνῃ ὁ καθένας ὅσο θέλει.
Στὴ συνέχεια ὁ Ἐρυξίµαχος ἀνέλαβε νὰ εἰσηγηθῇ τὸ θέµα ποὺ
θὰ συζητοῦσαν, προτείνοντας νὰ ἐκφωνήσῃ ὁ καθένας (µὲ σειρὰ
πρὸς τὰ δεξιὰ) τὸν δικὸ του λόγο, ὡς ἔπαινο γιὰ τὸν ῎Ερωτα.
Διευκρίνησε µάλιστα, ὅτι ἡ πρόταση ἀνήκει στὸ Φαῖδρο, ὁ ὁποῖος
µὲ ἀγανάκτηση ρωτᾷ νὰ µάθῃ, γιατὶ οἱ ποιητές, ἐνῶ ἔχουν φτιάξει
ὕµνους καὶ παιᾶνες σὲ κάποιους θεούς, ἔχουν παραµελήσει νὰ
ὑµνήσουν καὶ νὰ ἐγκωµιάσουν σύµφωνα µὲ τὴν ἀξία του, ἕνα τόσο
µεγάλο καὶ σπουδαῖο θεό, ὅπως εἶναι ὁ ῎Ερωτας;
῾Η πρόταση ἔγινε ἀποδεκτὴ µὲ ἰδιαίτερη χαρὰ ἀπὸ τὸν
Σωκράτη, ὁ ὁποῖος ἰσχυρίσθηκε ὅτι, τίποτε ἄλλο δὲν ξέρει τόσο
καλὰ ὅσο τὰ ἐρωτικά καὶ ἐπειδή πίστευε ὅτι οὔτε ὁ Ἀγάθωνας καὶ ὁ
Παυσανίας, οὔτε βέβαια καὶ ὁ Ἀριστοφάνης θὰ ψήφιζαν ἀντίθετα
                                                        
4. Στὸ δεῖπνο καὶ στὰ συµπόσια, γιὰ τὴν ἄνεση τῶν καλεσµένων οἱ ἀρχαῖοι
χρησιµοποιοῦσαν τὰ ἀνάκλιντρα, κάτι σὰν τοὺς σηµερινοὺς καναπέδες.


19
σὲ µιὰ τέτοια πρόταση, κάλεσε τὸ Φαῖδρο νὰ ἀρχίσῃ πρῶτος τὸ
ἐγκώµιο τοῦ ῎Ερωτα.
῾Ο λόγος τοῦ Φαίδρου (178α - 180β)

ΚΕΦ. 6.

Ἀφοῦ πῆρε τὸ λόγο ὁ Φαῖδρος, εἶπε: ὁ ῎Ερωτας εἶναι
µέγας θεός καὶ θαυµαστὸς ἀνάµεσα σὲ ἀνθρώπους καὶ θεοὺς γιὰ
πολλοὺς λόγους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ γέννησή του· γιατὶ εἶναι πρεσβύ-
τατος ἀπ’ ὅλους τοὺς θεούς, καὶ ἡ ἀπόδειξη εἶναι τὸ ὅτι κανένας
ποιητὴς ἤ πεζογράφος δὲν ἀνέφερε ποτὲ οὔτε τοὺς γονεῖς του, οὔτε
τὰ ὀνόµατά τους, ἀλλὰ ὁ µὲν ῾Ησίοδος, ἀναφέρει ὅτι πρῶτα ἔγινε
τὸ Χάος καὶ µετὰ ἀπ’ αὐτὸ ἐγεννήθησαν ἡ Γῆ καὶ ὁ ῎Ερωτας, ὁ δὲ
Παρµενίδης, στὴ γέννηση λέει “πρώτιστον ἀπ’ ὅλους τοὺς θεούς,
σοφίσθηκε τὸν ῎Ερωτα νὰ πλάσῃ”.
Σὰν πρεσβύτατος λοιπὸν θεός, εἶναι καὶ αἴτιος γιὰ τὰ µεγαλύ-
τερα ἀγαθά, γιατὶ νοµίζω ὅτι δὲν ὑπάρχῃ µεγαλύτερο ἀγαθὸ στὸ
νέο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ βρῇ ἠθικὸ ἐραστή, οὔτε καὶ στὸν ἐραστή, ἐκτὸς
ἀπὸ τὴν συναναστροφὴ µὲ ἠθικὰ παιδιά. Διότι ἐκεῖνα ποὺ πρέπει νὰ
κυβερνοῦν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ θέλουν νὰ ζήσουν σωστά, εἶναι ἡ
ντροπὴ γιὰ τὰ αἰσχρὰ καὶ ἡ φιλοτιµία γιὰ τὰ καλά. Αὐτὰ λοιπόν,
οὔτε ἡ συγγένεια ἔχει τὴ δύναµη νὰ τὰ ἐµφυσήσῃ µέσα τους τόσο
καλά, οὔτε τὰ ἀξιώµατα, οὔτε ὁ πλοῦτος, ὅσο ὁ ῎Ερωτας. Γιατὶ ὁ
ἄνδρας ποὺ ἀγαπᾶ, ἂν γίνει φανερὸ ὅτι κάνει κάτι ἄσχηµο ἤ
παθαίνει κάτι καὶ ἀπὸ δειλία δὲν ἀµύνεται, θὰ ντραπῇ περισσότερο
ἂν αὐτὸ συµβῇ µπροστὰ στὸν ἀγαπηµένο του, παρὰ µπροστὰ στὸν
πατέρα ἤ τοὺς φίλους του. Τὸ ἴδιο συµβαίνει καὶ µὲ τοὺς ἐρωµένους·
ντρέπονται ἰδιαιτέρως τοὺς ἐραστές, ἂν τύχῃ καὶ τοὺς δοῦν νὰ κά-
νουν κάτι αἰσχρό. Καὶ νοµίζω, συνέχισε ὁ Φαῖδρος, ὅτι ἂν ὑπῆρχε
τρόπος νὰ συγκροτηθῇ µιὰ πολιτεία ἤ ἕνας στρατὸς µὲ ἐραστὲς καὶ
ἐρωµένους, δὲν θὰ ὑπῆρχε καλύτερος τρόπος νὰ ἀποφεύγωνται τὰ
αἰσχρὰ καὶ νὰ δείχνουν φιλοτιµία µεταξὺ τους γιὰ τὰ καλά. ῞Ενας
ἄνδρας γιὰ παράδειγµα, θὰ προτιµοῦσε χίλιες φορὲς νὰ σκοτωθῇ
στὸν πόλεµο, παρὰ νὰ τὸν δῇ ὁ ἀγαπηµένος του νὰ πετάξῃ τὰ ὅπλα
ἤ νὰ λιποτακτήσῃ, ἀλλὰ οὔτε θὰ ἐγκατέλειπε ποτὲ τὸν ἐρωµένο του
ἀβοήθητο, ὅταν βρίσκεται σὲ κίνδυνο· γιατὶ ἀκόµη καὶ τὸν ἄνανδρο,
ὁ ῎Ερωτας µπορεῖ νὰ τὸν µεταµορφώσῃ σὲ παλληκάρι.

ΚΕΦ. 7.

Μόνο οἱ ἐρωτευµένοι, ὄχι οἱ ἄνδρες ἀλλὰ καὶ οἱ
γυναῖκες, εἶναι ἕτοιµοι νὰ θυσιασθοῦν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο καὶ σὰν
µαρτυρία φέρνω τὴν πράξη τῆς Ἄλκηστης, τῆς κόρης τοῦ Πελία, ἡ
ὁποία θέλησε νὰ πεθάνῃ στὴ θέση τοῦ ἄνδρα της, ἂν καὶ ζοῦσαν ὁ


20
πατέρας καὶ ἡ µητέρα του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ θεοὶ ἀνέβασαν τὴν ψυχὴ
της ἀπ’ τὸν ῎Αδη, ἐπειδὴ θαύµασαν τὴν πράξη της. Τὸν ᾿Ορφέα
ἀντίθετα, ἐπειδὴ δὲν τόλµησε νὰ πεθάνῃ χάριν τοῦ ἔρωτά του καὶ
µηχανεύθηκε ζωντανὸς νὰ µπῇ στὸν ῎Αδη, ὄχι µόνο τὸν ἔδιωξαν
ἄπρακτο οἱ θεοί, ἀλλὰ καὶ τὸν καταδίκασαν νὰ θανατωθῇ ἀπὸ
γυναῖκες. Τὸν Ἀχιλλέα ὅµως, τὸ γιὸ τῆς Θέτιδας, τὸν ἔστειλαν στὰ
νησιὰ τῶν µακάρων5, γιατί, ἐνῶ γνώριζε ὅτι θὰ πεθάνῃ ἂν σκοτώσῃ
τὸν ῎Εκτορα, ἐν τούτοις τόλµησε καὶ ἐκδικήθηκε τὸ θάνατο τοῦ
Πάτροκλου, ἀδιαφορῶντας γιὰ τὴν τιµωρία. Αὐτὰ δείχνουν ὅτι οἱ
θεοί τιµοῦν ἰδιαίτερα τὴν ἐρωτικὴ ἀρετή, γι᾿ αὐτὸ καὶ θεωρῶ ὅτι ὁ
῎Ερωτας εἶναι καὶ πρεσβύτατος καὶ ἄξιος τιµῶν, ἀλλὰ καὶ ὁ κυρίαρ-
χος συντελεστὴς γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς εὐδαιµονίας ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους καὶ ὅσο ζοῦν καὶ ὅταν πεθάνουν.
῾Ο λόγος τοῦ Παυσανία (180γ - 185γ)

ΚΕΦ. 8.

Μετὰ τὸ Φαῖδρο, µίλησαν καὶ µερικοὶ ἄλλοι, ποὺ δὲν
θυµόταν ὁ ᾿Αριστόδηµος οὔτε τὰ ὀνόµατά τους, οὔτε τοὺς λόγους
τους, γιατὶ ἦταν ἀσήµαντοι. Στὴ συνέχεια πῆρε τὸ λόγο ὁ Παυσα-
νίας καὶ ἀπευθυνόµενος πρὸς τὸν Φαῖδρο, τοῦ λέει:
Μοῦ φαίνεται Φαῖδρε, ὅτι δὲν διατυπώθηκε σωστὰ τὸ θέµα,
ὅταν µᾶς ζητήθηκε ἔτσι ἁπλὰ νὰ ἐγκωµιάσωµε τὸν Ἔρωτα. Ἂν ἦταν
ἕνας ὁ Ἔρωτας ἡ διατύπωση θὰ ἦταν σωστή. Ἐπειδὴ ὅµως δὲν εἶναι
ἕνας, σωστότερο εἶναι νὰ ὁρισθῇ προηγουµένως ποιὸς πρέπει νὰ
ἐπαινεθῇ. Γιὰ νὰ διορθώσω λοιπὸν τὸ θέµα, πρῶτα θὰ πῶ γιὰ τὸν
Ἔρωτα ποὺ πρέπει νὰ ἐγκωµιάζεται καὶ µετὰ θὰ ἐπαινέσω τὸν θεό,
ὅπως τοῦ ἀξίζει. ῞Ολοι ξέροµε βέβαια, ὅτι χωρὶς ῎Ερωτα δὲν ὑπάρχει
Ἀφροδίτη. Ἂν ὑπῆρχε λοιπὸν µία Ἀφροδίτη, ἕνας θὰ ἦταν καὶ ὁ
῎Ερωτας, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὑπάρχουν δύο Ἀφροδίτες, κατ᾿ ἀνάγκη δύο
θὰ εἶναι καὶ οἱ ῎Ερωτες.
Ἀλλὰ µήπως ὑπάρχει ἀµφιβολία ὅτι οἱ θεές εἶναι δύο; ῾Η
µεγαλύτερη σὲ ἡλικία καὶ χωρὶς µητέρα, εἶναι αὐτὴ ποὺ ὀνοµάζοµε
“Οὐράνια” ἐπειδὴ εἶναι κόρη τοῦ Οὐρανοῦ, καὶ ἡ νεώτερη, ἡ κόρη
τοῦ Δία καὶ τῆς Διώνης, εἶναι αὐτὴ ποὺ λέγεται “Πάνδηµη”. Κατ᾿
ἀνάγκη λοιπόν, ὁ ῎Ερωτας ποὺ εἶναι συνεργὸς τῆς δεύτερης θὰ
λέγεται Πάνδηµος, ἐνῶ τῆς πρώτης θὰ λέγεται Οὐράνιος. Ὅλους
                                                        
5. Τὰ νησιὰ τῶν µακάρων εἶναι ὁ τόπος ποὺ µεταβαίνουν οἱ ψυχές ποὺ
ἔχουν τελειοποιηθεῖ.


21
τοὺς θεοὺς, βέβαια, πρέπει νὰ τοὺς ἐπαινοῦµε, θὰ προσπαθήσω ὅµως
νὰ περιγράψω τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ἔχει ὁ καθένας.
Κάθε πράξη, αὐτὴ καθαυτή (π.χ. εἴτε πίνοµε, εἴτε τραγουδᾶµε,
εἴτε συζητᾶµε), δὲν εἶναι οὔτε καλὴ οὔτε κακή, ἀλλὰ γίνεται τέτοια,
ἀνάλογα µὲ τὸν τρόπο ποὺ θὰ πραχθῇ. Δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ θὰ πραχθῇ
µὲ καλὸ καὶ σωστὸ τρόπο, γίνεται καλό, ἐνῶ µὲ ὄχι σωστὸ τρόπο,
γίνεται αἰσχρό. ῎Ετσι λοιπόν κι ἐδῶ, τὸ νὰ ἀγαπᾷς καὶ γενικὰ κάθε
῎Ερωτας δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ἐγκωµιάζεται, ἀλλὰ µόνο αὐτὸς ποὺ
προτρέπει νὰ ἀγαπᾶς µὲ τὸ σωστὸ τρόπο.

ΚΕΦ. 9.

῾Ο ἔρωτας λοιπὸν τῆς Πάνδηµης Ἀφροδίτης εἶναι
πάνδηµος καὶ τὰ ἔργα του τυχαῖα. Τέτοιον ἔρωτα αἰσθάνονται οἱ
φαῦλοι, οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν τὰ σώµατα περισσότερο ἀπὸ τὶς ψυχές,
ἔπειτα ἀγαποῦν γυναῖκες ἤ παιδιὰ ὅσο γίνεται πιὸ ἀνόητα, ἐπειδὴ
ἐνδιαφέρονται µόνο γιὰ τὴ σωµατική πράξη, ἀδιαφορῶντας ἂν γί-
νεται σωστὰ ἤ ὄχι. Αὐτὸ συµβαίνει ἐπειδὴ ἡ θεὰ ἀφ᾿ ἑνὸς µὲν εἶναι
νεώτερη, ἀφ᾿ ἑτέρου στή γέννησή της συµµετεῖχαν καὶ τὸ θηλυκὸ καὶ
τὸ ἀρσενικό.
Ἀντίθετα, ὁ ἔρωτας τῆς Οὐράνιας Ἀφροδίτης (καὶ αὐτὸς εἶναι
ὁ ἔρωτας τῶν παιδιῶν), κατ᾿ ἀρχὴν ἐπειδὴ στὴ γέννησή της δὲν συµ-
µετεῖχε τὸ θηλυκὸ ἀλλὰ µόνο τὸ ἀρσενικὸ καὶ ἔπειτα ἐπειδὴ εἶναι
καὶ πρεσβύτερη, εἶναι ἀπαλλαγµένος ἀπὸ ἀκολασίες. ῞Οσοι λοιπὸν
ἐµπνέονται ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν ἔρωτα, τρέπονται πρὸς τὸ ἀρσενικό, ἐπει-
δὴ ἀγαποῦν αὐτὸ ποὺ ἐκ φύσεως εἶναι πιὸ ρωµαλέο καὶ ἔχει
περισσότερο νοῦ.
Εὔκολο εἶναι νὰ διακρίνῃ κάποιος καὶ στὴν παιδαιραστία,
αὐτοὺς ποὺ ἔχουν εἰλικρινὰ παρακινηθεῖ ἀπὸ τὸν Οὐράνιο ῎Ερωτα.
Γιατὶ αὐτοὶ ἀγαποῦν τὰ παιδιά, µόνο ὅταν ἀναπτυχθῇ ἡ νοηµοσύνη
τους, δηλαδὴ ὅταν εἶναι ἔφηβοι, ἀποβλέποντας σὲ µιὰ µακρόχρονη
συναναστροφὴ καὶ ὄχι στὸ νὰ ἐξαπατήσουν ἕνα νέο, ἐκµεταλλευό-
µενοι τὴν ἀφροσύνη του καὶ νὰ τὸν ἐγκαταλείψουν ἀργότερα,
ἀδιαφορῶντας γιὰ τὴ σωµατικὴ καὶ τὴν ψυχικὴ του ἀρετὴ ἤ κακία.
Αὐτὰ λοιπόν, οἱ ἐνάρετοι τὰ ἐφαρµόζουν ἐθελουσίως· θὰ ἔπρεπε
ὅµως νὰ ὑποχρεώνουµε καὶ τοὺς πάνδηµους ἐραστὲς νὰ κάνουν τὸ
ἴδιο, ὅπως τοὺς ὑποχρεώνουµε ὅσο µποροῦµε, νὰ µὴν ἀγαποῦν τὶς
ἐλεύθερες γυναῖκες. Διότι, οἱ πάνδηµοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ δηµιουργοῦν
τὴν ἀρνητικὴ εἰκόνα, ὥστε νὰ τολµοῦν µερικοὶ νὰ θεωροῦν ὅτι εἶναι
αἰσχρὸ νὰ δίνεται κάποιος σὲ ἐραστές, ἐπειδὴ βλέπουν τὴν ἄδικη
συµπεριφορὰ τους καὶ τὴν ἀδιαφορία τους γιὰ τὴν ἡλικία. Κάθε
πράξη λοιπόν, ποὺ δὲν θὰ πραχθῇ µὲ εὐπρέπεια καὶ µὲ νόµιµο
τρόπο, δικαιολογηµένα θὰ προκαλέσῃ τὴν ἀποδοκιµασία.


22
Ἐδῶ βέβαια, ὁ νόµος γιὰ τὸν ῎Ερωτα εἶναι πολύπλοκος, ἐνῶ
στὶς ἄλλες πόλεις εἶναι εὔκολος καὶ ἁπλός. Δηλαδή, στὴν Ἠλεία, στὴ
Σπάρτη, στοὺς Βοιωτοὺς καὶ ὅπου ἀλλοῦ δὲν ὑπάρχουν σοφοὶ νὰ
τοὺς διαφωτίσουν, ἔχει ἁπλὰ νοµοθετηθεῖ ὅτι εἶναι καλὸ τὸ νὰ
χαρίζεται κάποιος σὲ ἐραστὲς καὶ οὔτε νέος, οὔτε γέρος θὰ βρεθῇ νὰ
πῇ ὅτι εἶναι αἰσχρό, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ἐπιχειρήµατα νὰ πείθουν µὲ
λόγια τοὺς νέους. Στὴν ᾿Ιωνία ὅµως καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα µέρη ποὺ
ζοῦν κάτω ἀπὸ βαρβάρους, θεωρεῖται αἰσχρὸ ὄχι µόνον αὐτό, ἀλλὰ
καὶ ἡ φιλοσοφία καὶ ἡ γυµναστική, ἐπειδὴ δὲν συµφέρει τοὺς
ἄρχοντες τυρράνους, ν᾿ ἀναπτύσσωνται στὶς ψυχὲς τῶν ἀρχοµένων
κοινωνικοὶ δεσµοὶ καὶ ἰσχυρὲς φιλίες σὰν αὐτὲς ποὺ δηµιουργεῖ ὁ
Ἔρωτας. Σ᾿ ἐµᾶς ὅµως, τὰ πράγµατα ἔχουν νοµοθετηθεῖ πολὺ
καλύτερα, ἀλλὰ δὲν εἶναι εὐκολονόητα.

ΚΕΦ. 10.

Λέγεται λοιπόν, ὅτι εἶναι καλύτερα νὰ ἀγαπᾶς
φανερὰ παρὰ κρυφά, καὶ µάλιστα τοὺς γενναιότατους καὶ τοὺς ἄρι-
στους, ἔστω κι ἂν εἶναι πιὸ ἄσχηµοι ἀπὸ ἄλλους· καὶ εἶναι ἀξιοθαύ-
µαστο τὸ ὅτι ἐνθαρρύνουν αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶ, σὰν νὰ µὴν κάνῃ κάτι
αἰσχρό, καὶ µάλιστα ὁ νόµος θεωρεῖ ἀξιέπαινο τὸν ἐραστή, ὁ ὁποῖος
στὴν προσπάθειά του νὰ κατακτήσῃ κάποιον, κάνει πράγµατα ποὺ
ἂν τολµοῦσε νὰ τὰ κάνῃ γιὰ ὁποιοδήποτε ἄλλο λόγο, ἐκτὸς τῆς
φιλοσοφίας, θὰ φορτωνόταν τὶς µεγαλύτερες ντροπές. Ἂν κάποιος,
γιὰ παράδειγµα, θέλει νὰ πάρῃ χρήµατα, νὰ ἀποκτήσῃ ἀξιώµατα ἤ
ἄλλη δύναµη καὶ προβαίνει σὲ πράξεις ποὺ κάνουν οἱ ἐραστές πρὸς
τοὺς νέους, δηλαδὴ ποὺ τοὺς παρακαλοῦν γονατιστοὶ καὶ τοὺς
ἱκετεύουν, ποὺ δίνουν χίλιους ὅρκους καὶ κοιµοῦνται στὶς
ἐξώπορτες, ποὺ κάνουν τέτοιες δουλικές πράξεις ποὺ οὔτε δοῦλος
δὲν θὰ ἔκανε, αὐτὸν καὶ οἱ ἐχθροὶ θὰ τὸν κατηγοροῦσαν γιὰ
κόλακα καὶ ἀνελεύθερο ἀλλά καὶ οἱ φίλοι θὰ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν
νουθετήσουν καὶ θὰ ἔνοιωθαν ντροπὴ γι᾿αὐτόν. Σ᾿ ἐκεῖνον ὅµως ποὺ
ἀγαπᾶ, ὅλα αὐτὰ ἐπιτρέπονται καὶ ὁ νόµος δίνει τὸ δικαίωµα νὰ
γίνωνται χωρὶς κατηγορία. Τὸ πιὸ σηµαντικό, ὅµως, σύµφωνα µὲ
τὴν κοινὴ γνώµη, εἶναι ὅτι µόνο αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾷ συγχωρεῖται ἀπὸ
τοὺς θεοὺς ἂν παραβῇ τοὺς ὅρκους του, γιατὶ ἀφροδίσιος ὅρκος
λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει. Ἂν κάποιος, λοιπόν, λάβη ὑπ᾿ ὄψιν του αὐτά,
µπορεῖ νὰ ὑποθέσῃ ὅτι στήν πόλη µας θεωρεῖται πολὺ ἀξιόλογο καὶ
τό νὰ ἐρωτεύωνται καὶ τὸ νὰ γίνωνται φίλοι σὲ ἐραστές.
Ἀντίθετα ὅµως, γιὰ νὰ µὴν ἀφήνουν οἱ πατέρες τὰ ἐρωτευµένα
παιδιά νὰ µιλοῦν µὲ τοὺς ἐραστές, ἔβαλαν δίπλα τους παιδαγωγοὺς.
Καὶ ὅταν οἱ συνοµήλικοι καὶ κάποιοι ἄλλοι κοροϊδεύουν τὰ παιδιά
(ἐπειδὴ ἔχουν παιδαγωγούς), οἱ γεροντότεροι οὔτε τοὺς ἐµποδίζουν,


23
οὔτε τοὺς καταδικάζουν λέγοντάς τους ὅτι δὲν µιλᾶνε σωστά. ῎Αν
πάλι λάβῃ αὐτὰ ὑπ᾿ ὄψιν του κάποιος, θὰ νοµίσῃ ὅτι αὐτὴ ἡ πράξη
ἐδῶ θεωρεῖται αἰσχρότατη. Καὶ αὐτὸ, νοµίζω, ἐξηγεῖται µὲ τὸν
ἀκόλουθο τρόπο.
Ὅπως εἴπαµε στὴν ἀρχή, καµµία πράξη δὲν εἶναι οὔτε καλὴ
οὔτε κακή, ἀλλὰ γίνεται τέτοια ἀνάλογα µὲ τὸν τρόπο ποὺ θὰ
πραχθῇ. ῞Οτι κάνεις, λοιπόν, µὲ πονηρὲς προθέσεις καὶ πονηροὺς
ἐραστές, εἶναι αἰσχρό, ἐνῶ ἀντίθετα, µὲ ἀγαθὲς προθέσεις καὶ
χρηστοὺς ἐραστὲς εἶναι καλό. Πονηρὸς ἐραστὴς εἶναι ὁ πάνδηµος, ὁ
ὁποῖος δὲν ἀγαπᾷ κάτι µόνιµο (ἀφοῦ ἀγαπᾷ πιὸ πολὺ τὸ σῶµα
παρὰ τὴν ψυχή), γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶναι µόνιµος, ἀλλὰ
χάνεται µόλις περάσει ἡ ἀνθηρότητα τοῦ σώµατος. Αὐτὸς ὅµως ποὺ
εἶναι ἐραστὴς τοῦ χρηστοῦ ἤθους, παραµένει σταθερὸς σὲ ὅλη του
τὴ ζωή, γιατὶ ἀγαπᾷ κάτι σταθερό (δηλαδὴ τὴν ψυχή). ᾿Εξ αἰτίας
αὐτῶν, ἂν κάποιος παραδίνεται γρήγορα καὶ δὲν ἀφήνει νὰ
µεσολαβήσῃ ὁ χρόνος, ὁ ὁποῖος πιστεύεται ὅτι τὰ πάντα δοκιµάζει
µὲ ἐπιτυχία, θεωρεῖται αἰσχρό. ᾿Επίσης, τὸ νὰ παραδοθῇ κάποιος σὲ
οἰκονοµικὰ ἤ πολιτικὰ ἰσχυρούς, εἴτε ὑποκύψει σὲ πολιτικὲς πιέσεις,
εἴτε εὐεργετηθεῖ χρηµατικὰ καὶ δὲν τὰ περιφρονήσει ὅλα µὲ
καρτερία, εἶναι αἰσχρό, διότι κανένα ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν εἶναι οὔτε βέβαιο
οὔτε µόνιµο, ἀλλὰ οὔτε καὶ δηµιουργεῖ ἀληθινὴ φιλία. Σύµφωνα
λοιπὸν µὲ τὸν δικὸ µας νόµο, ἂν ὁ νέος θέλῃ νὰ παραδοθῇ τίµια σ᾿
ἐραστή, ὑπολείπεται µία καὶ µόνο θεληµατικὴ δουλεία, ἡ ὁποία δὲν
θεωρεῖται ντροπὴ καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀναφερόµενη στὴν ἀρετή.

ΚΕΦ. 11.

Σ᾿ ἐµᾶς βέβαια, ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψη, ὅτι ἂν θέλῃ ἕνας
νέος νὰ ὑπηρετῇ κάποιον ἐπειδὴ πιστεύει ὅτι κοντά του θὰ γίνῃ
καλύτερος σὲ ὡρισµένη σοφία ἤ σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο µέρος τῆς
ἀρετῆς, τότε, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ θεληµατικὴ ὑπηρεσία, οὔτε
κολακεία οὔτε αἰσχρότης θεωρεῖται. Πρέπει λοιπὸν καὶ ὁ νόµος τῆς
παιδεραστίας καὶ ὁ νόµος τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς ὑπόλοιπης ἀρετῆς,
νὰ συµβάλλουν ὥστε νὰ ἀποβῇ ὡφέλιµη αὐτὴ ἡ σχέση. Δηλαδή, γιὰ
τοὺς νέους ποὺ θέλουν νὰ ὑπηρετήσουν κάποιον, ὁ νόµος νὰ
προβλέπῃ ὅτι δικαίως θὰ προσφέρουν ὁποιεσδήποτε ὑπηρεσίες.
Ἐπίσης, γιὰ ὅσους µποροῦν νὰ κάνουν τὸ νέο σοφὸ καὶ ἀγαθό, ὁ
νόµος νὰ προβλέπῃ ὅτι δικαίως θὰ προσφέρουν σ᾿ αὐτὸν ὁποια-
δήποτε βοήθεια. Διότι, µόνο ὅταν ὁ ἕνας δεχθῇ νὰ ὑπηρετῇ κάποιον
ποὺ θὰ τὸν κάνῃ σοφὸ καὶ ἐνάρετο καὶ ὁ ἄλλος ἔχει τὴ δύναµη νὰ
συντελέσῃ σ᾿ αὐτό, µόνο τότε, ἀφοῦ συνδυαστοῦν οἱ δύο νόµοι, θὰ
ἐπιτρέπεται αὐτὴ ἡ σχέση καὶ ποτὲ ἄλλοτε. Στήν περίπτωση αὐτή,
ἀκόµη καὶ ἂν ἐξαπατηθῇ ὁ νέος, δὲν εἶναι καθόλου ντροπή, γιατὶ ὁ


24
στόχος του εἶναι ἡ ἀρετή. Αὐτὸς εἶναι ὁ ῎Ερωτας τῆς Οὐράνιας θεᾶς,
Οὐράνιος καὶ πολὺ ἀξιόλογος καὶ στὴν πολιτεία καὶ στοὺς ἰδιῶτες,
γιατὶ ἀναγκάζει καὶ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾷ καὶ αὐτὸν ποὺ ἀγαπιέται, νὰ
ἐπιδιώκουν τὴν ἀρετή. ῞Ολοι οἱ ἄλλοι ἔρωτες, εἶναι τῆς Πάνδηµης
᾿Αφροδίτης. Αὐτὰ εἶναι, ἔτσι πρόχειρα, ὅσα εἶχα νὰ συµπληρώσω
στὸ λόγο σου γιὰ τὸν ῎Ερωτα, ἀγαπητέ Φαῖδρε.
῾Ο λόγος τοῦ ᾿Ερυξίµαχου (185δ - 188ε)
Μετὰ τὸν Παυσανία, εἶχε σειρὰ γιὰ νὰ µιλήσῃ ὁ Ἀριστοφάνης,
ἀλλὰ ἔτυχε νὰ τὸν πιάσῃ λόξυγγας καὶ ἀπευθυνόµενος πρὸς τὸν
γιατρὸ τὸν ᾿Ερυξίµαχο, ποὺ ἦταν ξαπλωµένος µετὰ ἀπ᾿ αὐτόν, τοῦ
λέει: ᾿Ερυξίµαχε, ἤ φρόντισε νὰ µοῦ σταµατήσῃς τὸν λόξυγγα, ἤ θὰ
πρέπει νὰ µιλήσῃς ἐσὺ στὴ σειρὰ µου. Καὶ ὁ ᾿Ερυξίµαχος τοῦ
ἀπαντᾷ: καὶ τὰ δυὸ θὰ τὰ κάνω Ἀριστοφάνη, ἀλλὰ ἂν θέλῃς νὰ σοῦ
φύγῃ ὁ λόξυγγας, προσπάθησε νὰ κρατήσῃς ἀρκετὴ ὥρα τὴν ἀνα-
πνοὴ σου, ὅσο ἐγὼ θὰ µιλῶ, ἀλλοιῶς κάνε γαργάρα µὲ νερό. Καὶ ἂν
εἶναι πολὺ δυνατός, γαργάλισε µὲ κάτι τὴ µύτη σου γιὰ νὰ φταρ-
νισθῇς καὶ θὰ σοῦ περάσῃ. Ἄρχισε νὰ µιλᾷς, εἶπε ὁ Ἀριστοφάνης, κι
ἐγὼ θὰ κάνω ὅσα µοῦ εἶπες.

ΚΕΦ. 12.

Εἶπε, λοιπόν, ὁ ᾿Ερυξίµαχος: Μοῦ φαίνεται ὅτι πρέ-
πει νὰ συµπληρώσω τὸ λόγο τοῦ Παυσανία, διότι, ἂν καὶ ἄρχισε
ὡραῖα, δὲν ἀνέπτυξε ἱκανοποιητικὰ τὸ θέµα µέχρι τέλους. Γι᾿ αὐτό,
θὰ προσπαθήσω νὰ τὸ ὁλοκληρώσω. Τὸν διπλὸ ῎Ερωτα, καλῶς τὸν
ξεχώρισε ὁ Παυσανίας. Διότι πρέπει νὰ ὁµολογήσωµε, ὅτι ἡ ὑγεία
καὶ ἡ ἀρρώστεια τοῦ σώµατος εἶναι καὶ διαφορετικὰ καὶ ἀνόµοια
µεταξὺ τους. Καὶ τὸ ἀνόµοιο ἐπιθυµεῖ καὶ ἀγαπᾷ τὰ ἀνόµοια.
῎Αλλος, λοιπόν, ὁ ἔρωτας σ᾿ αὐτὸ ποὺ εἶναι ὑγιὲς καὶ ἄλλος σ᾿ αὐτὸ
ποὺ νοσεῖ. Καὶ αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ Παυσανίας γιὰ τοὺς ἀνθρώπους,
ὅτι εἶναι καλὸ νὰ χαρίζεται κάποιος σέ ἀγαθοὺς καὶ αἰσχρὸ νὰ
χαρίζεται σὲ ἀκόλαστους, συµβαίνει καὶ στὰ ἴδια τὰ σώµατα. Σὲ
ὅσα µέρη εἶναι ἀγαθὰ καὶ ὑγιεινά, εἶναι καλὸ καὶ πρέπει νὰ
χαρίζεται, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ὀνοµαζόµενο ἰατρικόν, ἐνῶ σὲ ὅσα
µέρη εἶναι κακὰ καὶ νοσηρά, εἶναι αἰσχρὸ καὶ δὲν πρέπει νὰ
χαρίζεται, ἂν πρόκειται κάποιος νὰ εἶναι ἄξιος τῆς τέχνης του.
῾Η ἰατρική, µὲ λίγα λόγια, εἶναι ἡ ἐπιστήµη τῶν ἐρωτικῶν
διαθέσεων γιὰ τὸ γέµισµα καὶ τὸ ἄδειασµα τοῦ σώµατος καὶ ὅποιος
µπορεῖ νὰ διαγνώσῃ τὸν καλὸ ἤ τὸν αἰσχρὸ ἔρωτα σ᾿ αὐτὲς τὶς
διαθέσεις, εἶναι ὁ σοφότερος γιατρός. Καὶ αὐτὸς ποὺ γνωρίζει νὰ
µεταβάλῃ αὐτὲς τὶς ἐρωτικὲς διαθέσεις καὶ ἀφ᾿ ἑνὸς νὰ τὶς δηµιουργῇ


25
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ὑπάρχουν, ἀλλὰ πρέπει νὰ ὑπάρχουν, ἀφ᾿ ἑτέρου
νὰ τὶς ἀποβάλῃ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ὑπάρχουν, θὰ ἦταν καλὸς
δηµιουργός. Διότι ὁ γιατρὸς πρέπει νὰ ξέρῃ νὰ συµφιλιώνῃ αὐτὰ
ποὺ εἶναι ἐχθρικὰ καὶ ἐντελῶς ἀντίθετα µέσα στὸ σῶµα, δηλαδὴ τὸ
ψυχρὸ µὲ τὸ θερµό, τὸ πικρὸ µὲ τὸ γλυκό, τὸ ξερὸ µὲ τὸ ὑγρὸ καὶ
ὅλα τὰ παρόµοια. Σ᾿ αὐτὰ γνώριζε νὰ φέρνη τὴν ὁµόνοια καὶ τὸν
ἔρωτα ὁ Ἀσκληπιός, καὶ συγκρότησε τὴ δικὴ µας τέχνη.
῞Οπως σᾶς λέω, λοιπόν, ὄχι µόνο ὁλόκληρη ἡ ἰατρικὴ κυβερ-
νᾶται ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν θεό, ἀλλὰ καὶ ἡ γυµναστικὴ καὶ ἡ γεωργία. Καὶ
ἡ ἁρµονία, ὅµως, δὲν θὰ ἦταν δυνατή, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ µουσικὴ
τέχνη νὰ µεσολαβήσῃ, ὥστε νὰ συµφωνήσουν, τὸ ὀξὺ καὶ τὸ βαρὺ
ποὺ ἦταν προηγουµένως ἐχθρικὰ µεταξὺ τους, σὲ µιὰ κοινή ὁµο-
λογία6. Γιατὶ ἡ ἁρµονία εἶναι συµφωνία καὶ ἡ συµφωνία εἶναι
κάποια ὁµολογία. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ ὁµολογία ἐκ
µέρους τῶν ἐχθρῶν, ὅσο ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἐχθροί. ῎Ετσι
ἀκριβῶς ἔγινε καὶ ὁ ρυθµὸς ἀπὸ τὸ ταχὺ καὶ τὸ βραδύ, τὰ ὁποῖα
εὑρίσκοντο προηγουµένως σὲ διένεξη καὶ µετὰ ὡµολόγησαν. Αὐτὴ
τὴν ὁµολογία, ὅπως παραπάνω ἡ ἰατρική, ἔτσι καὶ ἐδῶ τὴ
δηµιούργησε ἡ µουσικὴ, ἐµπνέοντας ἔρωτα καὶ ὁµόνοια µεταξὺ τους.
῾Εποµένως, ἡ µουσικὴ εἶναι ἡ ἐπιστήµη τῶν ἐρωτικῶν σχέσεων ποὺ
ἀναφέρονται στὴν ἁρµονία καὶ στὸ ρυθµό. Στὴ σύσταση τῆς
ἁρµονίας καὶ τοῦ ρυθµοῦ, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ διακρίνῃ κάποιος
τὸν ἔρωτα, οὔτε ὑπάρχει ὁ διπλὸς ἔρωτας. ᾿Αλλὰ ὅταν κάποιος
πρέπει νὰ ἀπευθυνθῇ µὲ τὸ ρυθµὸ καὶ τὴν ἁρµονία πρὸς τοὺς
ἀνθρώπους, εἴτε συνθέτοντας (αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ὀνοµάζουν
µελοποιΐα), εἴτε χρησιµοποιῶντας ὀρθὰ τὶς µελωδίες καὶ τὰ µέτρα
τῶν συνθέσεων (αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ὀνοµάσθηκε παιδεία), ἐδῶ καὶ
δύσκολο εἶναι καὶ ἀγαθὸς δηµιουργὸς ἀπαιτεῖται, ὥστε καὶ οἱ
ἄνθρωποι ποὺ εἶναι εὐπρεπεῖς νὰ διαφυλάξουν αὐτὸν τὸν ἔρωτα
καὶ νὰ γίνουν εὐπρεπέστεροι αὐτοὶ ποὺ ποτὲ δὲν ἦταν. Καὶ αὐτὸς
εἶναι ὁ καλὸς ἔρωτας, ὁ Οὐράνιος, ὁ ῎Ερωτας τῆς Οὐρανίας µούσας,
ἐνῶ ὁ ἔρωτας τῆς Πολύµνιας, ὁ πάνδηµος, πρέπει νὰ προσφέρεται µὲ
σεβασµὸ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ προσφέρεται, ὥστε νὰ ἀπολαύσουν τὴν
ἡδονὴ του, ἀλλὰ νὰ µὴν τοὺς ὁδηγήσῃ σὲ ἀκολασία. Ὅπως ἀκριβῶς
καὶ στὴν ἰατρικὴ, εἶναι µεγάλο ἔργο νὰ ρυθµίσῃ σωστὰ τὶς ἐπιθυµίες
                                                        
6. Ὅτι συµβαίνει καὶ στὴν καθηµερινὴ ζωὴ, ποὺ γίνεται ἀκόµη πιὸ φανερὸ
κυρίως µεταξὺ κρατῶν. Δηλαδή, µὲ τὴν παρέµβαση µεσολαβητοῦ, ἐπέρ-
χεται συµφωνία µεταξὺ δύο ἀντιπάλων καὶ στὴ συνέχεια συνοµολογοῦν
τὰ συµφωνηθέντα.


26
ποὺ παρέχει ἡ µαγειρική, ὥστε νὰ ἀπολαµβάνεται ἡ ἡδονὴ χωρὶς
ἀσθένεια. Πρέπει ἑποµένως, καὶ στὴ µουσικὴ καὶ στὴν ἰατρικὴ καὶ
σὲ ὅλα τ᾿ ἀνθρώπινα καὶ τὰ θεϊκά, ὅσο εἶναι δυνατόν, νὰ δια-
φυλάξωµε χωριστὰ τὸν κάθε Ἔρωτα, γιατὶ ὑπάρχουν καὶ οἱ δύο.

ΚΕΦ. 13.

Ἀκόµη ὅµως καὶ ἡ σύστασις τῶν ἐποχῶν τοῦ ἔτους,
εἶναι γεµάτη ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς ῎Ερωτες. Καὶ ὅταν συµπέσουν σὲ
κόσµιο ἔρωτα µεταξὺ τους τὰ θερµὰ καὶ τὰ ψυχρά, τὰ ξηρὰ καὶ τὰ
ὑγρὰ καὶ ἀνακατευθοῦν λογικὰ καὶ ἁρµονικά, τότε ἔχοµε καλὴ
χρονιὰ καὶ ὑγεία σὲ ἀνθρώπους, ζῶα καὶ φυτά, ἐνῶ ὅταν ἐπικρατῇ ὁ
ἀκόλαστος ῎Ερωτας, ἔχοµε καταστροφὲς καὶ ζηµιὲς σὲ ζῶα καὶ
φυτά, ὅπως εἶναι οἱ ἐπιδηµίες, οἱ ἀσθένειες, ἡ πάχνη, τὸ χαλάζι καὶ
ἄλλα. Αὐτὰ ὀφείλονται στὴν πλεονεξία καὶ στὴν ἀνάρµοστη ἐρω-
τικὴ σχέση µεταξὺ αὐτῶν τῶν στοιχείων. Καὶ ἡ ἐπιστήµη ποὺ ἐξετά-
ζει τὶς ἐποχὲς τοῦ χρόνου καὶ τὶς περιστροφὲς τῶν ἄστρων, ὀνοµά-
ζεται ἀστρονοµία.
Οἱ θυσίες ὅµως καὶ ὅσα ἐποπτεύει ἡ µαντικὴ τέχνη (δηλαδὴ τὴν
ἐπικοινωνία µεταξὺ θεῶν καὶ ἀνθρώπων), δὲν ἔχουν ἄλλο σκοπὸ
ἀπὸ τὴν προφύλαξη καὶ τὴ θεραπεία τοῦ ῎Ερωτα. Διότι ἐάν κάποιος
δὲν ἐπιδίδεται στὸν κόσµιο ἔρωτα καὶ οὔτε τὸν τιµᾷ, οὔτε τὸν
διακηρύσσει σὲ κάθε του πράξη, ἀλλὰ προτιµᾷ τὸν ἄλλο, τότε τὸν
κυριεύει ἡ ἀσέβεια καὶ πρὸς τοὺς γονεῖς (εἴτε ζοῦν, εἴτε ἔχουν
πεθάνει) καὶ πρὸς τοὺς θεούς. Στὴ µαντικὴ λοιπόν, ἔχει ἀνατεθεῖ νὰ
ἐποπτεύῃ τοὺς ἔρωτες καὶ νὰ τοὺς θεραπεύῃ, καὶ εἶναι δηµιουργὸς
φιλίας µεταξὺ θεῶν καὶ ἀνθρώπων, γιατὶ γνωρίζει ποιὲς ἐρωτικὲς
διαθέσεις τῶν ἀνθρώπων εἶναι θεµιτὲς καὶ ποιὲς εἶναι ἀσεβεῖς.
Γενικῶς, ὁ ῎Ερωτας ἔχει πολὺ µεγάλη δύναµη. Καὶ σ᾿ ἐµᾶς, ὅµως, καὶ
στοὺς θεούς, ὁ Ἔρωτας τῶν ἀγαθῶν ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ
σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη, ἔχει µέγιστη δύναµη, γιατὶ µᾶς
δηµιουργεῖ κάθε εὐδαιµονία καὶ µᾶς δίνει τὴ δυνατότητα νὰ
συνοµιλοῦµε µεταξὺ µας καὶ νὰ γινόµαστε φίλοι µὲ τοὺς θεούς, ποὺ
εἶναι κατὰ πολὺ ἀνώτεροί µας.
῎Ισως βέβαια, κι ἐγὼ νὰ παραλείπω πολλὰ στὸν ἔπαινό µου γιὰ
τὸν ῎Ερωτα, ἀλλὰ ὄχι µὲ τὴ θέλησή µου. Μιὰ καὶ σοῦ πέρασε λοιπὸν
ὁ λόξυγγάς ᾿Αριστοφάνη, δικὴ σου δουλειὰ εἶναι νὰ συµπληρώσῃς
τὸ λόγο µου, ἤ νὰ ἐγκωµιάσῃς τὸ θεὸ µὲ ὅποιο τρόπο ἔχεις στὸ νοῦ
σου.
῾Ο λόγος τοῦ Ἀριστοφάνη (189α - 193δ)
Παίρνοντας τὸ λόγο ὁ Ἀριστοφάνης, εἶπε: ὁ λόξυγγας σταµά-
τησε, Ἐρυξίµαχε, ἀλλὰ ὄχι πρὶν τοῦ προσφέρω τὸ φτάρνισµα. Καὶ


27
ἀπορῶ, γιατὶ ὁ κόσµιος ἔρωτας τοῦ σώµατος, χρειάζεται τέτοια
γαργαλίσµατα καὶ τραντάγµατα, σὰν αὐτὰ ποὺ προκαλεῖ τὸ
φτάρνισµα.
Προκαλεῖς τὸ γέλιο Ἀριστοφάνη καὶ θὰ µὲ ἀναγκάσῃς νὰ σὲ
προσέχω, µήπως πεῖς κάτι γελοῖο, εἶπε ὁ Ἐρυξίµαχος, ἀλλὰ ὁ
Ἀριστοφάνης γελῶντας, ἀπάντησε: Καλὰ τὸ λὲς Ἐρυξίµαχε, ἀλλὰ
δὲν φοβᾶµαι µήπως πῶ κάτι γελοῖο, γιατὶ αὐτὸ ταιριάζει στὴ δική
µου µοῦσα, ἀλλὰ µήπως γίνω καταγέλαστος µ᾿ αὐτὰ ποὺ θὰ πῶ.

ΚΕΦ. 14.

Μοῦ φαίνεται, ὅµως, ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν νιώθουν
τὴ δύναµη τοῦ ἔρωτα· γιατὶ ἂν τὴν ἔνιωθαν, θὰ τοῦ εἶχαν κάνει
µεγάλους ναοὺς καὶ βωµοὺς καὶ θὰ τοῦ πρόσφεραν µεγάλες θυσίες,
ἐπειδὴ ὁ Ἔρωτας ἀγαπᾷ τοὺς ἀνθρώπους πιὸ πολὺ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς
θεούς. Θὰ προσπαθήσω λοιπόν, νὰ σᾶς ἐξηγήσω τὴ δύναµη τοῦ
Ἔρωτα.
Τὸν παλιὸ καιρό, ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν ἦταν ὅπως εἶναι σήµε-
ρα, ἀλλά διαφορετική. Τὰ γένη τῶν ἀνθρώπων δὲν ἦταν δύο ὅπως
τώρα, ἀρσενικὸ καὶ θηλυκό, ἀλλὰ ὑπῆρχε καὶ ἕνα τρίτο, ποὺ λεγό-
ταν “ἀνδρόγυνο” 7 καὶ προερχόταν ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ δύο. Αὐτὸ τὸ γένος
ἔχει ἐξαφανισθεῖ καὶ ἔµεινε µόνο τὸ ὄνοµά του, ποὺ κι αὐτό
χρησιµοποιεῖται περιφρονητικά. Τότε, κάθε ἄνθρωπος ἦταν στρογ-
γυλός, µὲ τέσσερα χέρια καὶ ἄλλα τόσα πόδια, ἕνα κεφάλι µὲ δύο
ὅµοια πρόσωπα ποὺ ἔβλεπαν ἀντίθετα, τέσσερα αὐτιὰ καὶ δύο
γεννητικὰ ὄργανα. Περπατοῦσε ὄρθιος, ὅπως καὶ σήµερα, σὲ
ὁποιαδήποτε κατεύθυνση ἤθελε καὶ ἔτρεχε µὲ µεγάλη ταχύτητα
κυκλικά, χρησιµοποιῶντας καὶ τὰ ὀκτὼ µέλη του (ὅπως κάνουν
τοῦµπες οἱ ἀκροβάτες). Ἦταν λοιπὸν τρία τὰ ἀνθρώπινα γένη, µὲ
κυκλικὸ σχῆµα καὶ κίνηση, γιὰ νὰ εἶναι ὅµοια µὲ τοὺς γονεῖς τους.
Διότι, τὸ ἀρσενικὸ εἶχε τὴν καταγωγὴ του ἀπὸ τὸν ἥλιο, τὸ θηλυκὸ
ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὸ τρίτο ἀπὸ τὴ σελήνη, ἐπειδὴ καὶ ἡ σελήνη µετέχει
καὶ στὶς δύο κινήσεις (τοῦ ἥλιου καὶ τῆς γῆς). Εἶχαν, ἐπίσης, φοβερὴ
δύναµη καὶ µεγάλη ἀλαζονεία, γι᾿ αὐτὸ καὶ τόλµησαν νὰ τὰ βάλουν
µὲ τοὺς θεούς.

ΚΕΦ. 15.


Τότε ὁ Δίας, θέλοντας νὰ διατηρήσῃ τὸ ἀνθρώπινο
γένος ἀλλὰ παράλληλα νὰ κάνῃ τοὺς ἀνθρώπους ἀσθενέστερους καὶ
νὰ σταµατήσῃ τὶς ἀκολασίες τους, πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ διχο-
τοµήσῃ τὸν καθένα, ὥστε καὶ περισσότεροι νὰ γίνουν καὶ πιὸ
                                                        
7. Δηλαδὴ ἀρσενικοθήλυκο


28
χρήσιµοι στοὺς θεούς. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ διχοτοµῇ τοὺς ἀνθρώπους
µὲ µεγάλη ἀκρίβεια καὶ κάλεσε τὸν Ἀπόλλωνα νὰ στρίβῃ τὸ
πρόσωπο καὶ τὸν αὐχένα πρὸς τὸ µέρος τῆς τοµῆς, γιὰ νὰ βλέπουν
οἱ ἄνθρωποι τὴν τοµὴ καὶ νὰ γίνουν πιὸ εύσεβεῖς. Τραβῶντας καὶ
µαζεύοντας τὸ δέρµα, ὁ Ἀπόλλωνας, ἀπ᾿ ὅλες τὶς πλευρὲς πρὸς τὴν
ὀνοµαζόµενη σήµερα κοιλιά, τὸ ἔδενε στὸ σηµεῖο ποὺ λέµε ἀφαλό.
Ἐξ αἰτίας τῆς διχοτόµησης, λοιπόν, ποθῶντας τὸ καθένα νὰ ἑνωθῇ
µὲ τὸ δικὸ του ἄλλο µισό, ἀγκαλιάζονταν σφιχτὰ καὶ πέθαιναν ἀπὸ
τὴν πεῖνα καὶ τὴν ἀδράνεια, γιατὶ δὲν ἤθελαν νὰ κάνουν τίποτα τὸ
ἕνα χωρὶς τὸ ἄλλο. Ἐπειδὴ τοὺς λυπήθηκε ὅµως ὁ Δίας, σκέφθηκε νὰ
µεταθέσῃ τὰ γεννητικὰ τους ὄργανα µπροστά, γιατὶ µέχρι τότε ἦταν
πρὸς τὰ ἔξω, καὶ γεννοῦσαν καὶ ἔτικταν8 ὄχι µεταξὺ τους, ἀλλὰ στὴ
γῆ, ὅπως τὰ τζιτζίκια. Μ᾿ αὐτὴ τὴ µετάθεση λοιπόν, κανό-νισε νὰ
γεννᾷ τὸ ἀρσενικὸ µέσα στὸ θηλυκὸ γιὰ νὰ διαιωνίζεται τὸ
ἀνθρώπινο γένος, ἀκόµη ὅµως καὶ ἂν σµίγουν ἀρσενικὸς µὲ ἀρσε-
νικὸ νὰ ὁλοκληρώνεται ἡ συνουσία, ὥστε νὰ ξεθυµαίνουν καὶ νὰ
στρέφονται στὴ δουλειὰ καὶ τὶς ἄλλες φροντίδες τῆς ζωῆς τους. Ὁ
ἔρωτας λοιπὸν εἶναι ἔµφυτος µεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ εἶναι αὐτὸς
ποὺ ἐπιχειρεῖ ἀπὸ δύο νὰ τοὺς κάνῃ ἕνα καὶ νὰ θεραπεύσῃ τὴν
ἀνθρώπινη φύση.

ΚΕΦ. 16.


Ὁ καθένας ἀπὸ µᾶς, λοιπόν, εἶναι τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ
δύο κοµµάτια τῆς διχοτόµησης τοῦ ἀνθρώπου, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀναζητᾷ
πάντοτε τὸ ταίρι του. Καὶ ὅσοι ἄνδρες εἶναι κοµµάτι ἀπὸ ἀνθρώ-
πους τοῦ µεικτοῦ γένους, αὐτὸ ποὺ λέγαµε “ἀνδρόγυνο”, εἶναι πολὺ
γυναικᾶδες, ἀλλὰ καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς µοιχούς προέρ-
χονται ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ γένος. Ἐπίσης, ὅσες γυναῖκες εἶναι φίλανδρες
καὶ µοιχεύτριες, προέρχονται ἀπὸ τὸ ἴδιο γένος. Ὅσες γυναῖκες
ὅµως εἶναι κοµµάτι ἀπὸ γυναῖκα, δὲν προσέχουν καὶ πολὺ τοὺς
ἄνδρες ἀλλὰ στρέφονται πρὸς τὶς γυναῖκες. Ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ γένος
προέρχονται οἱ ἑταιρίστριες. Ὅσοι πάλι εἶναι κοµµάτι ἀπὸ ἄνδρα,
ἐπιδιώκουν τὰ ἀρσενικὰ καὶ εὐχαριστοῦνται νὰ ἀγκαλιάζωνται καὶ
νὰ κοιµοῦνται µαζὶ τους, γιατὶ ἀπὸ τὴ φύση τους εἶναι ἀνδρειό-
τεροι. Μερικοὶ βέβαια, τοὺς κατηγοροῦν ὅτι εἶναι ἀδιάντροποι,
ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι δὲν ἐνεργοῦν ἔτσι ἀπὸ ἀδιαντροπιά, ἀλλὰ
λόγω τοῦ θάρρους, τῆς ἀνδρείας καὶ τοῦ ἀρρενωποῦ χαρακτήρα
τους, προτιµοῦν τὸ ὅµοιό τους. Τρανὴ εἶναι ἡ ἀπόδειξη· διότι ὅταν
                                                        
8. Σκόπιµα διατηρήθηκε ἡ ἀρχαία λέξις, ἀφοῦ ὁ ἄνδρας γεννᾷ καὶ ἡ
γυναῖκα τίκτει (βλέπε καὶ ἑρµηνευτικὸ σηµείωµα σελ. 67).


29
ὁλοκληρωθοῦν σὰν ἄνδρες, µόνο αὐτοὶ γίνονται κατάλληλοι γιὰ τὰ
πολιτικά. Καὶ ἂν δὲν τοὺς ἀνάγκαζε ὁ νόµος, οὔτε τὰ παιδιὰ οὔτε τὸ
γάµο θὰ εἶχαν στὸ νοῦ τους. Ὅταν µάλιστα ὁ ἕνας ἤ ὁ ἄλλος, βροῦν
κατὰ τύχη τὸ ἀπόλυτα δικὸ τους ἄλλο µισὸ, νιώθουν τόσο
ἐκπληκτική φιλία καὶ οἰκειότητα καὶ ἔρωτα, ποὺ δὲν θὰ ἤθελαν νὰ
χωρίσουν οὔτε στιγµή. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ περνοῦν ὅλη τὴ ζωὴ τους
µαζὶ καὶ οὔτε οἱ ἴδιοι ξὲρουν τὶ ζητᾷ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο. Οὔτε θὰ
πρέπει ὅµως, νὰ φαντασθῇ κάποιος ὅτι ἡ αἰτία ποὺ χαίρονται εἶναι
ἡ ἀφροδισιακὴ συνουσία. Ἀλλὰ εἶναι φανερὸ πὼς κάτι ἄλλο ζητᾷ ἡ
ψυχὴ τοῦ καθενός, ποὺ δὲν µπορεῖ νὰ τὸ ἐκφράσῃ, ἀλλὰ διαισθά-
νεται αὐτὸ ποὺ θέλει καὶ τὸ ἀφήνει νὰ ἐννοηθῇ.
Ἂν ἐρχόταν λοιπὸν ὁ Ἥφαιστος9, τὴ στιγµὴ ποὺ εἶναι ξαπλω-
µένοι καὶ τοὺς ρωτοῦσε: “Μήπως θέλετε νὰ σᾶς ἑνώσω σὲ ἕνα, ὥστε
νὰ µὴ χωρίζεται ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο οὔτε µέρα οὔτε νύχτα; Καὶ
ὅταν πεθάνετε νὰ πᾶτε στὸν Ἅδη ἀπὸ κοινοῦ, σὰν ἕνας ἀντὶ δύο;
Σκεφθεῖτε ἂν σᾶς εἶναι ἀρκετὸ νὰ πετύχετε µόνο αὐτὸ”. ῞Ολοι
ξέροµε, ὅτι κανένας δὲν θὰ ἀρνηθῇ, οὔτε θὰ δείξῃ ὅτι σκέφτεται
κάτι ἄλλο, ἂν ἀκούσῃ αὐτὰ τὰ λόγια, ἀλλὰ θὰ νοµίσῃ ὅτι ἀκούει
αὐτὸ ποὺ ἀπὸ παλιὰ ἐπιθυµοῦσε, νὰ συγχωνευθῇ δηλαδὴ µὲ τὸν
ἀγαπηµένο του καὶ ἀπὸ δύο νὰ γίνουν ἕνα, ἐξ αἰτίας τῆς ἀρχικῆς
τους φύσης. Σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιθυµία καὶ τὴν ἐπιδίωξη τοῦ ὁλόκληρου10,
δόθηκε τὸ ὄνοµα Ἔρωτας.
Ὅπως σᾶς λέω, λοιπόν, παλαιότερα εἴµαστε ἕνα, ἀλλὰ ἐξ
αἰτίας τῆς ἀδικίας χωριστήκαµε11 ἀπ᾿ τὸ θεό, ὅπως οἱ Ἀρκάδες ἀπ᾿
τοὺς Λακεδαιµόνιους. Γι᾿ αὐτό, ὀφείλοµε νὰ προτρέπωµε τὸν καθένα
νὰ σέβεται τοὺς θεούς, γιὰ νὰ ἀποφύγωµε νέες τιµωρίες καὶ νὰ
ἐπιτύχωµε τὸ στόχο µας, ἔχοντας σάν ἡγεµόνα καὶ στρατηγό, τὸν
Ἔρωτα. Σ᾿ αὐτὸν κανείς δὲν πρέπει νὰ ἐναντιώνεται (καὶ ἐναν-
τιώνεται ὅποιος εἶναι µισητὸς στοὺς θεούς). Γιατὶ µόνο ἂν γίνωµε
φίλοι µαζὶ του, θὰ κατωρθώσωµε νὰ βροῦµε τὸ πραγµατικὰ δικὸ
µας µισό, κάτι ποὺ κατωρθώνουν λίγοι ἀπὸ τοὺς σηµερινοὺς ἀνθρώ-
πους. Φυσικά, µιλῶ καὶ γιὰ τοὺς ἄνδρες καὶ γιὰ τὶς γυναῖκες, ὅτι
µόνο ἔτσι θὰ ξαναγυρίσωµε στὴν ἀρχικὴ φύση καὶ θὰ γίνῃ εὐτυχι-
σµένο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ ἄριστο, κατ᾿ ἀνάγκην,
                                                        
9. Γιὸς τοῦ Δία καὶ τῆς Ἥρας, θεὸς τῆς φωτιᾶς ποὺ χρησίµευε στὴν τέχνη
καὶ ἰδιαίτερα στὴ µεταλλουργία.
10. Ἀρχαῖο κείµενο (Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυµίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνοµα).
11. Ἀρχαῖο κείµενο (... διὰ τὴν ἀδικίαν διῳκοίσθηµεν ὑπὸ τοῦ θεοῦ, ...).
διοικίζω = κάνω κάποιους νὰ ζοῦν χωριστά, διασκορπίζω).


30
ὅποιο ἀπὸ τὰ σηµερινὰ βρίσκεται πιὸ κοντὰ του, θὰ εἶναι ἄριστο.
Καὶ ἂν θέλωµε νὰ ὑµνήσωµε τὸ θεὸ ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῆς εὐτυχίας
µας, δικαίως θὰ ὑµνήσωµε τὸν Ἔρωτα, ὁ ὁποῖος πρὸς τὸ παρὸν µᾶς
ὠφελεῖ ὁδηγῶντάς µας στὸ συγγενικό, καὶ ἂν δείχνωµε σεβασµὸ
πρὸς τοὺς θεούς, µᾶς δίνει τὴν ἐλπίδα µελλοντικὰ νὰ µᾶς ἐπαναφέρῃ
στὴν ἀρχικὴ φύση, καὶ νὰ µᾶς κάνῃ εὐτυχισµένους καὶ καλότυχους.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος µου γιὰ τὸν Ἔρωτα, Ἐρυξίµαχε, ἀλλὰ σὲ
παρακαλῶ µὴ βιαστῇς νὰ τὸν διακωµωδήσῃς, πρὶν ἀκούσοµε τὶ
ἔχουν νὰ ποῦν οἱ ὑπόλοιποι, δηλαδὴ ὁ Ἀγάθωνας καὶ ὁ Σωκράτης.
Σύµφωνα πάντα µὲ τὴ διήγηση τοῦ Ἀριστόδηµου, ὁ Ἐρυξίµα-
χος ἀπάντησε: Θὰ συµµορφωθῶ µὲ τὴν παράκλησή σου, Ἀριστο-
φάνη, γιατὶ µοῦ ἄρεσε ὁ λόγος σου. Καὶ ἂν δὲν ἤξερα πόσο δεινοὶ
εἶναι στὰ ἐρωτικὰ ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Ἀγάθωνας, θὰ φοβόµουν µή-
πως χάσουν τὰ λόγια τους, ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἔχουν εἰπωθεῖ, τώρα
ὅµως εἶµαι αἰσιόδοξος.
Καὶ λέει ὁ Σωκράτης: Ἐσὺ Ἐρυξίµαχε καλὰ τὰ κατάφερες,
ἀλλὰ ἂν ἤσουν στὴ θέση µου, ἤ µᾶλλον στὴ θέση ποὺ θὰ βρεθῶ µετὰ
τὴν ὁµιλία τοῦ Ἀγάθωνα, θὰ ἔνιωθες πολὺ περισσότερο φόβο, ὅπως
νιώθω τώρα κι ἐγώ.
Θέλεις νὰ µὲ µατιάσῃς Σωκράτη, εἶπε ὁ Ἀγάθωνας, καὶ νὰ µὲ
κάνῃς νὰ τὰ χάσω, µὲ τὴ σκέψη ὅτι τὸ ἀκροατήριο ἀνυποµονεῖ νὰ µὲ
ἀκούσῃ νὰ µιλῶ ὡραῖα.
Δὲν ξεχνῶ τόσο εὔκολα Ἀγάθωνα, εἶπε ὁ Σωκράτης, µὲ πόση
ἀνδρεία καὶ µεγαλοφροσύνη ἀνέβηκες χθὲς στὴ σκηνὴ γιὰ νὰ ἀπαγ-
γείλῃς τοὺς λόγους σου, µπροστὰ σ᾿ ἕνα τόσο µεγάλο ἀκροατήρο
ποὺ εἶχε τὸ θέατρο, γι᾿ αὐτὸ δὲν νοµίζω ὅτι θὰ τὰ χάσῃς µπροστὰ σ᾿
ἐµᾶς, ποὺ εἴµαστε τόσο λίγοι.
Γιατὶ Σωκράτη; εἶπε ὁ Ἀγάθωνας. Μήπως νοµίζεις ὅτι τὸ πῆρα
πάνω µου ἀπ᾿ τὸ θέατρο, ὥστε νὰ ἀγνοῶ ὅτι λίγοι ἄνθρωποι µὲ
φρόνηση εἶναι αὐστηρότεροι κριτὲς ἀπὸ πολλούς ἄφρονες;
Δὲν θὰ ἔκανα καλὰ βέβαια, εἶπε ὁ Σωκράτης, ἂν σκεφτόµουν
τόσο ταπεινὰ γιὰ σένα. Γιατὶ γνωρίζω καλὰ, ὅτι δίνεις µεγαλύτερη
σηµασία στὴ γνώµη τῶν λίγων ποὺ θεωρεῖς σοφούς, παρὰ στὴ
γνώµη τῶν πολλῶν. Ἀλλὰ πρόσεξε, µήπως δὲν εἴµαστε ἐµεῖς οἱ
σοφοί, γιατὶ κι ἐµεῖς βρεθήκαµε στὸ θέατρο καὶ µάλιστα εἴµαστε
µαζὶ µὲ τοὺς πολλούς.
Φίλε Ἀγάθωνα, εἶπε περεµβαίνοντας στὴ συζήτηση ὁ Φαῖδρος,
ξέρεις µὲ πόση εὐχαρίστηση ἀκούω τοὺς διαλόγους τοῦ Σωκράτη,
ἀλλὰ ἂν συνεχίσ·ης νὰ ἀπαντᾷς δὲν θὰ ὁλοκληρώσωµε τὸ θέµα µας.
Γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ φροντίσω γιὰ τὸ ἐγκώµιο τοῦ Ἔρωτα καὶ


31
νὰ δεχθῶ τὸ λόγο τοῦ καθενὸς σας. Ἀφοῦ λοιπὸν ἀποδώσει ὁ
καθένας τὸ δικὸ του ἐγκώµιο πρὸς τὸ θεό, συνεχίζετε τὴν κουβέντα.
Καλὰ τὸ λὲς Φαῖδρε, εἶπε ὁ Ἀγάθωνας, τίποτα δὲν ἐµποδίζει νὰ
ἀρχίσω τὸ λόγο µου. Διότι µὲ τὸ Σωκράτη µποροῦµε νὰ τὰ ποῦµε
καὶ ἄλλη φορά.
Ὁ λόγος τοῦ Ἀγάθωνα (194ε - 199γ)

ΚΕΦ. 18.

Κατ᾿ ἀρχήν θέλω νὰ σᾶς πῶ µὲ ποιὸ τρόπο πρέπει νὰ
µιλήσω καὶ µετὰ θὰ µιλήσω. Γιατὶ ὅσοι µίλησαν προηγουµένως, µοῦ
φάνηκε ὅτι δὲν ἐγκωµίαζαν τὸ θεό, ἀλλὰ περιέγραφαν τὴν
εὐδαιµονία τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοὺς χάρισε ὁ θεός.
Ὅµως, κανεὶς δὲν εἶπε ποιὰ ἰδιότητα εἶχε καὶ δώρησε αὐτὰ τὰ
ἀγαθά. Γιατὶ µόνο ἕνας σωστὸς τρόπος ὑπάρχει γιὰ τὸν ἔπαινο
ὁποιουδήποτε. Νὰ διηγηθῇς µὲ λεπτοµέρειες ποιὸς εἶναι (δηλαδὴ
ποιὲς ἰδιότητες ἔχει) καὶ γιὰ ποιὰ πράγµατα εἶναι αἴτιος, αὐτὸς γιὰ
τὸν ὁποῖο γίνεται λόγος. Ἔτσι καὶ ἐµεῖς, γιὰ νὰ ἐπαινέσωµε τὸν
Ἔρωτα, εἶναι δίκαιο νὰ ποῦµε πρῶτα ποιὸς εἶναι καὶ ἔπειτα γιὰ τὰ
ἀγαθὰ ποὺ δωρίζει.
Ἐγὼ λοιπόν, θεωρῶ ὅτι ὅλοι οἱ θεοὶ εἶναι εὐδαίµονες, ἀλλὰ πιὸ
πολὺ ἀπ᾿ ὅλους εἶναι ὁ Ἔρωτας, γιατὶ εἶναι ὡραιότατος καὶ
ἄριστος. Καὶ εἶναι ὡραιότατος γιατὶ εἶναι ὁ πιὸ νέος ἀπὸ τοὺς
θεούς, ἀγαπητὲ Φαῖδρε12. Τρανὴ ἀπόδειξη εἶναι, τὸ ὅτι καὶ ὁ ἴδιος
ἀποφεύγει τρέχοντας τὰ γεράµατα, ποὺ ἔρχονται κι αὐτὰ πιὸ
γρήγορα ἀπ’ ὅτι πρέπει. Αὐτὰ ὁ Ἔρωτας ἐκ φύσεως τὰ µισεῖ καὶ
πάντα βρίσκεται µεταξὺ νέων ἐπειδὴ εἶναι νέος, ἐπαληθεύοντας ἔτσι
καὶ τὴν παροιµία ποὺ λέει, “ὁ ὅµοιος τὸν ὅµοιο ἀγαπᾷ” 13.
Ὁ Ἔρωτας ὅµως, δὲν εἶναι µόνο νέος, ἀλλὰ καὶ τρυφερός. Καὶ
ἴσως θὰ χρειαζόταν ἕνα ποιητὴ σὰν τὸν Ὅµηρο, γιὰ νὰ περιγράψῃ
τὴν τρυφερότητά του, γιατὶ ὁ Ἔρωτας φτιάχνει τὴ “φωλιὰ” του στὰ
ἤθη καὶ στὶς ψυχὲς τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὄχι σὲ ὅλες τὶς
ψυχές, γιατὶ ἂν συναντήση κάποια ψυχὴ µὲ σκληρὰ ἤθη, τὴν ἀφήνει
καὶ φεύγει, ἐνῶ κατοικεῖ σ᾿ αὐτὲς ποὺ εἶναι εὐαίσθητες. Ἐπί πλέον,
ὅµως, ἔχει κάποια λεπτότητα, διότι, ἂν δὲν ἦταν τέτοιος καὶ ἦταν
σκληρός, δὲν θὰ µποροῦσε νὰ µπαίνῃ καὶ νὰ βγαίνῃ σὲ κάθε ψυχὴ
                                                        
12. Ὁ Φαῖδρος εῖχε ὑποστηρίξει ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι πρεσβύτατος ἀπ’ ὅλους
τοὺς θεούς.
13. Ἡ παροιµία εἶναι: "ὅµοιος ὁµοίῳ ἀεὶ πελάζει" (δηλ. ὁ ὅµοιος πάει πάντα
κοντὰ στὸν ὅµοιο).


32
ἀπαρατήρητος. Τρανὴ ἀπόδειξη γιὰ τὴν εὐπρέπεια καὶ τὴ λεπτό-
τητά του, εἶναι ἡ κοµψότητα στοὺς τρόπους, στὴν ὁποία ὁ Ἔρωτας
ὁµολογουµένως διαφέρει ἀπ᾿ ὅλους. Ἐπειδὴ ἡ ἄκοµψη συµπεριφορὰ
καὶ ὁ Ἔρωτας, ἔχουν πάντα πόλεµο µεταξὺ τους. Ἀκόµη καὶ στὰ
ἄνθη, τὰ χρώµατα καὶ ἡ ὀµορφιὰ τους, ἀποδεικνύουν τὴν παρουσία
τοῦ θεοῦ. Γιατί, σὲ ὅσα δὲν ἔχουν ἀνθίσει ἤ ἔχει περάσει τὸ ἄνθος
τους, εἴτε σώµατα εἴτε ψυχὲς ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο, ὁ Ἔρωτας δὲν
κατοικεῖ.

ΚΕΦ. 19.

Μετὰ τὴν ὀµορφιά, πρέπει νὰ µιλήσω γιὰ τὴν ἀρετὴ
τοῦ Ἔρωτα. Τὸ µεγαλύτερο προτέρηµά του εἶναι ὅτι κανένα θεὸ ἤ
ἄνθρωπο δὲν ἀδικεῖ, οὔτε καὶ ἀδικεῖται ἀπὸ κανένα. Διότι, οὔτε ὁ
ἴδιος παθαίνει κάτι µὲ τὴ βία (ἀφοῦ ἡ βία δὲν ἀγγίζει τὸν Ἔρωτα),
οὔτε ἐπιβάλλει τὴν παρουσία του µὲ τὴ βία (ἀφοῦ ὁ καθένας µὲ τὴ
θέλησή του ὑπηρετεῖ τὸν Ἔρωτα). Καὶ ὅσα συµφωνηθοῦν θεληµα-
τικὰ µεταξὺ δύο ἀνθρώπων, εἶναι δίκαια, ὅπως λένε καὶ οἱ βασιλιά-
δες τῆς πολιτείας, οἱ νόµοι.
Ἐκτὸς ὅµως ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη, ἔχει καὶ µεγάλη συµµετοχὴ στὴ
σωφροσύνη. Γιατί, κατὰ γενική ὁµολογία, σωφροσύνη εἶναι ἡ
ἐγκράτεια στὶς ἡδονὲς καὶ στὶς ἐπιθυµίες· καὶ δὲν ὑπάρχει πιό ἔντονη
ἡδονή ἀπὸ τὸν Ἔρωτα. Ἐὰν λοιπόν, οἱ λιγότερο ἔντονες ἡδονὲς
εἶναι κατώτερες ἀπὸ τὸν Ἔρωτα, αὐτὸς ποὺ µπορεῖ καὶ ἐλέγχει τὶς
ἡδονὲς καὶ τὶς ἐπιθυµίες, θὰ εἶναι ἰδιαίτερα σώφρων.
Ἀκόµη καὶ στὴν ἀνδρεία βέβαια τοῦ Ἔρωτα, οὔτε ὁ Ἄρης δὲν
ἀντιστέκεται. Διότι δὲν δέσµευσε τὸν Ἔρωτα ὁ Ἄρης, ἀλλὰ ὁ Ἔρω-
τας δέσµευσε τὸν Ἄρη, ὅπως λέγεται, µὲ τὴν Ἀφροδίτη. Καὶ εἶναι
ἰσχυρότερος ἐκεῖνος ποὺ δεσµεύει, ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ δεσµεύεται.
Ἐπειδὴ λοιπὸν δέσµευσε τὸν πιὸ ἀνδρεῖο ἀπ᾿ ὅλους, σηµαίνει ὅτι ὁ
Ἔρωτας εἶναι ὁ πιὸ ἀνδρεῖος.
Ἀφοῦ λοιπὸν µίλησα γιὰ τὴ δικαιοσύνη, τὴ σωφροσύνη καὶ τὴν
ἀνδρεία τοῦ θεοῦ, µένει ἀκόµη νὰ µιλήσω γιὰ τὴ σοφία του. Γιὰ νὰ
τιµήσω κι ἐγὼ τὴν τέχνη µου, ὅπως ἔκανε καὶ ὁ Ἐρυξίµαχος, θὰ πῶ
ὅτι ὁ θεὸς εἶναι τόσο σοφὸς ποιητής, ὥστε καὶ αὐτὸν ποὺ ἦταν
προηγουµένως ἄµουσος, τὸν µεταµορφώνει σὲ ποιητή, ὅταν τὸν
ἀγγίξῃ ὁ Ἔρωτας. Αὐτὸ πρέπει νὰ χρησιµοποιηθῇ σὰν ἀπόδειξη,
ὅτι ὁ Ἔρωτας εἶναι ἄριστος ποιητής, σὲ ὅλη γενικὰ τὴν ποίηση ποὺ
ἔχει σχέση µὲ τὴ µουσική. Διότι, ἐκεῖνα ποὺ δὲν ἔχει ἤ δὲν γνωρίζει
κάποιος, οὔτε νὰ τὰ δώσῃ θὰ µποροῦσε, οὔτε νὰ τὰ διδάξῃ σὲ
ἄλλον. Ἀλλὰ µήπως ὑπάρχει ἀντίρρηση, ὅτι µὲ τὴ σοφία τοῦ Ἔρωτα
γεννιοῦνται καὶ φυτρώνουν ὅλα ὅσα ἔχουν ζωή; Ἤ µήπως δὲν
ξέροµε ὅτι καὶ στὶς τέχνες, ὅποιος πάρει γιὰ δάσκαλο αὐτὸν τὸ θεό,


33
θὰ γίνῃ λαµπρὸς καὶ φηµισµένος τεχνίτης, ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν
ἀγγίζεται ἀπὸ τὸν Ἔρωτα, θὰ µείνῃ στὴν ἀφάνεια; Ἀλλὰ καὶ ὁ
Ἀπόλλωνας, τὴν τοξοβολία καὶ τὴν ἰατρικὴ καὶ τὴ µαντική, τὶς
ἀνακάλυψε ὁδηγούµενος ἀπὸ τὴν ἐπιθυµία καὶ τὸν ἔρωτα, ὥστε νὰ
θεωρεῖται µαθητὴς τοῦ Ἔρωτα, ὅπως καὶ οἱ Μοῦσες γιὰ τὴ µουσική,
ὁ Ἥφαιστος γιὰ τὴ µεταλλουργία, ἡ Ἀθηνᾶ γιὰ τὴν ὑφαντικὴ καὶ ὁ
Δίας γιὰ τὴ διακυβέρνηση τῶν θεῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων. Μ᾿ αὐτὸν
τὸν τρόπο ὀργανώθηκαν καὶ τὰ πράγµατα τῶν θεῶν ὅταν δηµιουρ-
γήθηκε µέσα τους ὁ Ἔρωτας, δηλαδὴ ἡ ὀµορφιά (γιατὶ µέσα στὴν
ἀσχήµια δὲν ὑπάρχει Ἔρωτας). Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ Ἔρωτας εἶναι
πρῶτος στὴν ὀµορφιὰ καὶ στὴν ἀγαθότητα, µοῦ φαίνεται ἀγαπητέ
Φαῖδρε, ὅτι εἶναι καὶ ὁ αἴτιος γιὰ νὰ µεταδοθοῦν αὐτὲς οἱ ἰδιότητες
καὶ σὲ ἄλλους. Θὰ πῶ ὅµως καὶ κάποιους στίχους ποὺ µοῦ βάζει στὸ
νοῦ ὁ Ἔρωτας:
τὴ µοναξιὰ µᾶς διώχνει αὐτὸς κι ὅλους µᾶς κάνει οἰκείους,
φτιάχνει αὐτὲς τὶς συντροφιὲς καὶ βρίσκεται µαζὶ µας,
γιορτὲς, θυσίες καὶ χοροὺς, αὐτὸς εἶν᾿ ἡγεµώνας·
µᾶς φέρνει τὴν πραότητα, τὴν ἀγριάδα διώχνει·
εὐµένεια µ᾿ ἁπλοχεριὰ σὰν φίλος δίνει δῶρο,
δυσµένεια µὴν καρτερεῖς, δῶρο ἀπ’ αὐτὸν νὰ πάρῃς·
εὐνοϊκὸς στοὺς τολµηρούς, µὰ οἱ σοφοὶ τὸν βλέπουν,
καὶ στοὺς θεοὺς ἀγαπητός, γιατὶ εἶν᾿ ἀνάµεσά τους·
τὸν ἀποκτοῦν οἱ τυχεροὶ κι οἱ ἄτυχοι τὸν ψάχνουν·
ἡ Ἀπόλαυση14, ἡ Ἁβρότητα, οἱ Χάριτες, ὁ Πόθος,
καὶ ἡ Λαχτάρα κι ἡ Χλιδή, αὐτὸν εἶχαν πατέρα.
Φροντίζει γιὰ τοὺς ἀγαθοὺς καὶ τοὺς κακοὺς ξεχνάει·
στὸν πόνο καὶ στὸ φόβο µας, στὸν πόθο καὶ στὸ λόγο,
µᾶς κυβερνᾷ καὶ στέκεται, δίπλα µας σὰν σωτήρας,
κόσµηµα ὅλων τῶν θεῶν καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων,
καὶ ἡγεµώνας κάλλιστος καὶ ἄριστος ὁ Ἔρως,
αὐτὸν πρέπει ν᾿ ἀκολουθῇ, µὲ ὕµνους κάθε ἄνδρας
παίρνοντας µέρος καὶ αὐτὸς, στὸ ὄµορφο τραγούδι,
ποὺ εὐχαριστεῖ σὰν τραγουδᾶ, τὸ νοῦ θεῶν κι ἀνθρώπων.
Αὐτὰ εἶναι ὅσα εἶχα νὰ πῶ γιὰ τὸ θεό, ἀγαπητὲ Φαῖδρε,
ἄλλα χαριτολογῶντας καὶ ἄλλα µὲ µέτρια ἱκανότητα, ὅσο τὸ ἐπι-
τρέπουν οἱ δυνάµεις µου.
                                                        
14. Τὸ ἀρχαῖο κείµενο ἀναφέρει: Τρυφῆς, Ἁβρότητος, Χλιδῆς, Χαρίτων,
Ἱµέρου, Πόθου πατήρ. (Τρυφή = ἀπόλαυση, ἁπαλότητα, λεπτότητα.
Ἵµερος = λαχτάρα, πόθος, ἐπιθυµία γιὰ κάτι).


34
ΚΕΦ. 20.

Ὅταν τελείωσε τὸ λόγο του ὁ Ἀγάθωνας, ὅπως ἔλε-
γε ὁ Ἀριστόδηµος, οἱ παρευρισκόµενοι ἐπιδοκίµασαν µὲ φωνὲς τὸ
νεαρό, διότι µίλησε ὅπως ἄξιζε καὶ στὸ θεὸ καὶ στὸν ἑαυτὸ του.
Καὶ ὁ Σωκράτης στρέφοντας τὸ βλέµµα του στὸν Ἐρυξίµαχο,
τοῦ εἶπε: Ἐξακολουθεῖς νὰ νοµίζῃς ὅτι ἦταν ἀδικαιολόγητος ὁ
φόβος µου, ὅταν εἶπα ὅτι θὰ βρεθῶ σὲ δύσκολη θέση µετὰ τήν ὁµι-
λία τοῦ Ἀγάθωνα; ἤ µήπως δὲν µάντεψα σωστά, ὅτι ἐκεῖνος θὰ
µιλήσῃ θαυµάσια κι ἐγὼ δὲν θὰ ἔχω τὶ νὰ πῶ;
Σωστὰ µάντεψες, Σωκράτη, ὅτι θὰ µιλήσῃ θαυµάσια ὁ Ἀγά-
θωνας, ἀλλὰ δὲν νοµίζω ὅτι θὰ βρεθῇς σὲ ἀµηχανία καὶ δὲν θὰ ἔχῃς
τὶ νὰ πῇς, ἀπάντησε ὁ Ἐρυξίµαχος.
Πῶς νὰ µὴν βρεθῶ σὰ ἀµηχανία κι ἐγὼ καὶ ὁποιοσδήποτε ἄλ-
λος, εἶπε ὁ Σωκράτης, ὅταν πρόκειται νὰ µιλήσω µετὰ ἀπὸ ἕνα λόγο,
µὲ τόση ποικιλία καὶ ὀµορφιά; Τὰ ἄλλα δὲν ἦταν τὸ ἴδιο θαυµαστά,
ἀλλὰ ποιὸς δὲν θὰ ἐκπλαγῇ ἀκούγοντας τὴν ὀµορφιὰ τῶν λέξεων
καὶ τῶν φράσεων τοῦ ἐπιλόγου; Καὶ λίγο ἔλλειψε νὰ τὸ σκάσω ἀπὸ
ντροπή, σκεφτόµενος ὅτι δὲν µπορῶ οὔτε κατὰ προσέγγιση νὰ πῶ
κάτι ὄµορφο. Ἐγώ, ποὺ ἔλεγα ὅτι εἶµαι δεινὸς στὰ ἐρωτικά, ἀντιλή-
φθηκα πόσο γελοῖος ἤµουν ὅταν δέχθηκα νὰ ἐγκωµιάσω µαζὶ σας
τὸν Ἔρωτα, ἀφοῦ δὲν ἤξερα τίποτα γιὰ τὸν τρόπο ποὺ πρέπει νὰ
ἐγκωµιάζεται τὸ κάθε πρᾶγµα. Γιατί, εἶχα τὴν ἀφέλεια νὰ πιστεύω,
ὅτι γιὰ ὅλα πρέπει νὰ λέγεται πάντα ἡ ἀλήθεια, ἀναλύοντας κάθε
στοιχεῖο τοῦ ἐγκωµιαζόµενου καὶ αὐτὲς µὲν οἱ ἀναλύσεις15 νὰ ὑπάρ-
χουν, ἀπ᾿ αὐτές δέ ἐπιλέγοντας τὰ ἀπαραίτητα στοιχεῖα, νὰ γίνεται
ἡ σύνθεση µὲ τὸν τρόπο ποὺ ἁρµόζει. Εἶχα λοιπόν τήν πεποίθηση
ὅτι θὰ τὰ πῶ καλὰ, ἐπειδὴ γνώριζα ὅτι ὁ ἔπαινος σὲ ὁτιδήποτε, πρέ-
πει νὰ γίνεται µὲ βάση τὴν ἀλήθεια. Ὅπως φαίνεται ὅµως, δὲν ἦταν
αὐτὸς ὁ σωστὸς τρόπος γιὰ νὰ ἐπαινέσῃς κάτι, ἀλλὰ τὸ νὰ τοῦ
ἀποδίδῃς τὰ µεγαλύτερα καὶ τὰ καλύτερα, εἴτε τὰ ἔχει, εἴτε ὄχι. Καὶ
ἂν εἶναι ψεύτικα, καθόλου δὲν πειράζει. Γιατί, καθὼς φαίνεται,
προηγουµένως συµφωνήθηκε, νὰ φανῇ ὅτι ἐγκωµιάζει ὁ καθένας µας
τὸν Ἔρωτα καὶ ὄχι νὰ τὸν ἐγκωµιάσῃ ἀληθινά. Γι᾿ αὐτὸ νοµίζω ὅτι
προσπαθεῖτε νὰ τὸν ἐµφανίσετε τόσο µεγάλο καὶ αἴτιο γιὰ τόσα
                                                        
15. Σὲ ὅλους τοὺς Πλατωνικοὺς διαλόγους, µπορεῖ κάποιος νὰ διακρίνῃ τὴ
µαθηµατικὴ µέθοδο ποὺ χρησιµοποιεῖ ὁ Σωκράτης, γιὰ νὰ ἀναλύσῃ καὶ
νὰ συνθέσῃ τὸ λόγο του. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἐνεργεῖ καὶ ὁ µαθηµατικὸς·
δηλαδὴ µὲ τὴ χρησιµοποίηση τῶν ἐπί µέρους σχέσεων σὲ µιὰ ἄσκηση
(ἰσοτήτων, ἀνισοτήτων κλπ) καταλήγει στὸ ἀποτέλεσµα.


35
πολλὰ πράγµατα, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι κάλλιστος καὶ
ἄριστος, σ᾿ αὐτοὺς φυσικὰ ποὺ δὲν τὸν γνωρίζουν, ἀλλὰ ὄχι καὶ σ᾿
αὐτοὺς ποὺ τὸν γνωρίζουν. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, ὁ ἔπαινος ἔγινε µὲ
ὀµορφιὰ καὶ σεµνότητα. Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν γνώριζα αὐτὸν τὸν
τρόπο τοῦ ἐπαίνου, ἐν ἀγνοίᾳ µου σᾶς ὡµολόγησα ὅτι θὰ ἐπαινέσω
κι ἐγὼ µὲ τὴ σειρὰ µου τὸν Ἔρωτα. Ἡ γ λ ῶ σ σ α ὑ π ο σ χ έ θ η -
κ ε, ἀ λ λ ὰ ὁ ν ο ῦ ς µ ο υ ὄ χ ι. Παραιτοῦµαι λοιπόν, ἀφοῦ δὲν
µπορῶ νὰ ἐγκωµιάσω µ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἂν θέλετε ὅµως νὰ σᾶς
πῶ τὴν ἀλήθεια ὅπως τὴν ξέρω καὶ ὄχι γιὰ νὰ συγκριθῇ µὲ τοὺς
λόγους σας, κοίταξε Φαῖδρε, ἂν χρειάζεται ν᾿ ἀκουσθῇ κι ἕνας
τέτοιος λόγος γιὰ τὸν Ἔρωτα, µὲ φράσεις καὶ λόγια ἀληθινὰ, µὲ
ὅποια σειρὰ θὰ ἔρχωνται στὸ νοῦ µου.
Τότε, ἐπειδὴ ὁ Φαῖδρος καὶ οἱ ὑπόλοιποι τὸν παρακαλοῦσαν
νὰ µιλήσῃ µέ ὅποιο τρόπο αὐτὸς νοµίζει, ὁ Σωκράτης ζήτησε νὰ
ὑποβάλῃ πρῶτα µερικὲς ἐρωτήσεις στὸν Ἀγάθωνα, ὥστε νὰ ἐπανα-
λάβῃ ὅσα εἶχε ὡµολογήσει καὶ µετὰ νὰ ἀρχίσῃ τὸ λόγο του. Ὁ Φαῖ-
δρος συµφώνησε καὶ (ὅπως ἔλεγε ὁ Ἀριστόδηµος) ὁ Σωκράτης ἄρχι-
σε κάπως ἔτσι:
Ὁ λόγος τοῦ Σωκράτη16

199γ ΚΕΦ. 21.

ΣΩ.Λοιπόν, φίλε Ἀγάθωνα, µοῦ ἔδωσες τὴν ἐντύ-
πωση ὅτι σωστὰ θὰ ὁδηγοῦσες τὸ λόγο, ὅταν ἔλεγες ὅτι πρῶ-
τα πρέπει νὰ δείξῃς ποιὸς τάχα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἔρωτας καὶ
ὕστερα τὰ ἔργα του. Αὐτὴ τὴν ἀρχὴ τὴ σέβοµαι πάρα πολύ.
Ἐµπρὸς λοιπόν, ἐπειδὴ καὶ τὰ ἄλλα γιὰ τὸν Ἔρωτα τὰ ἀνέ-
πτυξες µὲ ὀµορφιὰ καὶ µεγαλοπρέπεια, πὲς µου καὶ τὸ ἑξῆς:
δ σὰν τέτοιος ποὺ εἶναι, τὶ ἀπὸ τὰ δύο ἰσχύει; ὁ Ἔρωτας εἶναι
ἔρωτας κάποιου ἤ κανενός; Καὶ ἐρωτῶ ὄχι ἂν εἶναι κάποιας
µητέρας ἤ κάποιου πατέρα (γιατὶ θὰ ἦταν γελοῖο τὸ ἐρώτηµα,
ἂν ὁ Ἔρωτας εἶναι ἔρωτας µητέρας ἤ πατέρα), ἀλλὰ σὰν νὰ
ρωτοῦσα τὸ ἴδιο γιὰ τὸν πατέρα. Δηλαδή, ὁ πατέρας εἶναι
πατέρας κάποιου ἤ ὄχι; Ἂν ἤθελες νὰ µοῦ ἀπαντήσῃς σωστά,
                                                        
16. Στὸ σηµεῖο αὐτό, ἀκολουθῶντας τὸ παράδειγµα τοῦ Εὐκλείδη στὴ διή-
γηση τοῦ διαλόγου ΘΕΑΙΤΗΤΟΣ (143α), θὰ ἐµφανίσω τὸν Σωκράτη
(ΣΩ.) νὰ κάνῃ διάλογο µὲ τὸν Ἀγάθωνα (Α.), παρακάµπτοντας τὴν
ἀφηγηµατικὴ ἐξέλιξη τοῦ διαλόγου ἀπὸ τὸν Ἀπολλόδωρο. Αὐτὸ γίνεται
ἐπειδὴ στὸν πραγµατικὸ διάλογο ἐπαναλαµβάνονται δεκάδες φορὲς οἱ
φράσεις «εἶπα ἐγώ», «εἶπε ἐκεῖνος», «συµφώνησε» κλπ, γεγονός ποὺ
δυσχεραίνει τὴν ἀνάγνωση. Ἄς µοῦ συγχωρηθῇ ἡ αὐθαιρεσία.


36
θὰ µποροῦσες νὰ µοῦ πῇς ὅτι ὁ πατέρας εἶναι πατέρας
κάποιου γιοῦ ἤ κάποιας κόρης· ἔτσι δὲν εἶναι;
Α. Πολὺ σωστά.
ΣΩ. Τὸ ἴδιο θὰ πῇς καὶ γιὰ τὴ µητέρα;
Α. Ἄς συµφωνηθῇ καὶ αὐτό.
ε ΣΩ. Δῶσε µου ἀκόµη µερικὲς ἀπαντήσεις, γιὰ νὰ καταλάβῃς
καλύτερα αὐτὸ ποὺ θέλω. Διότι ἂν σὲ ρωτοῦσα: τὶ λοιπόν; ὁ
ἀδελφός σὰν τέτοιος ποὺ εἶναι, εἶναι ἀδελφὸς κάποιου ἤ ὄχι;
τὶ θὰ ἀπαντοῦσες;
Α. Εἶναι.
ΣΩ. Κάποιου ἀδελφοῦ ἤ κάποιας ἀδελφῆς βέβαια.
Α. Συµφωνῶ καὶ σ᾿ αὐτό.
ΣΩ. Προσπάθησε τώρα, νὰ ἀπαντήσῃς καὶ γιὰ τὸν ἔρωτα. Ὁ
Ἔρωτας εἶναι ἔρωτας κάποιου ἤ κανενός;
Α. Καὶ βέβαια εἶναι ἔρωτας κάποιου.
200 ΣΩ. Αὐτὸ λοιπὸν φύλαξέ το καλὰ γιὰ νὰ τὸ θυµᾶσαι, ἀλλὰ
πὲς µου καὶ τὸ ἑξῆς: τὶ ἀπὸ τὰ δύο ἰσχύει; ὁ Ἔρωτας ἐπιθυµεῖ
ἐκεῖνο τοῦ ὁποίου εἶναι ἔρωτας ἤ ὄχι;
Α. Καὶ πολὺ, µάλιστα.
ΣΩ. Τὶ ἀπὸ τὰ δύο ἰσχύει πάλι; ὅταν ἔχῃ κάποιος αὐτὸ ποὺ
ἐπιθυµεῖ καὶ ἀγαπᾷ, τότε τὸ ἐπιθυµεῖ καὶ τὸ ἀγαπᾷ, ἤ ὅταν
δὲν τὸ ἔχῃ;
Α. Ὅταν δὲν τὸ ἔχῃ, καθώς φαίνεται.
ΣΩ. Σκέψου λοιπόν, ἀντὶ τοῦ “καθὼς φαίνεται”, µήπως
συµβαίνει ἔτσι ἀναγκαστικά, δηλαδή, αὐτὸ ποὺ ἐπιθυµεῖ νὰ
ἐπιθυµῇ κάτι ποὺ τοῦ λείπει, ἀλλοιῶς νὰ µὴν ἐπιθυµῇ, ἂν δὲν
β τοῦ λείπει κάτι. Γιατὶ ἐµένα, Ἀγάθωνα, µοῦ φαίνεται ὅτι
ἀναγκαστικὰ συµβαίνει ἔτσι· ἐσένα πῶς σοῦ φαίνεται;
Α. Καὶ σ᾿ ἐµένα, ἔτσι φαίνεται.
ΣΩ. Ὡραῖα τὰ λές. Ὅταν κάποιος, λοιπόν, εἶναι ψηλὸς θὰ
ἐπιθυµοῦσε νὰ εἶναι ψηλός; ἤ ὅταν εἶναι ἰσχυρὸς θὰ ἐπιθυ-
µοῦσε νὰ εἶναι ἰσχυρός;
Α. Σύµφωνα µὲ ὅσα ἔχοµε παραδεχθεῖ, αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον.
ΣΩ. Ἐπειδὴ δὲν τοῦ λείπει κάτι, βέβαια, ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ ἤδη
εἶναι.
Α. Λὲς τὴν ἀλήθεια.
ΣΩ. Ἂν λοιπὸν κάποιος, ἀκόµη καὶ ὅταν εἶναι ἰσχυρὸς
ἐπιθυµοῦσε νὰ εἶναι ἰσχυρός, καὶ ὅταν εἶναι γρήγορος ἐπι-
θυµοῦσε νὰ εἶναι γρήγορος, καὶ ὅταν εἶναι ὑγιὴς ἐπιθυµοῦσε
νὰ εἶναι ὑγιής  γιατὶ ἴσως κάποιος νὰ φαντασθῇ αὐτὰ καὶ


37
ἄλλα παρόµοια, καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ εἶναι τέτοιοι καὶ γι᾿
αὐτοὺς ποὺ ἔχουν αὐτὲς τὶς ἰδιότητες, ὅτι αὐτὰ ποὺ ἔχουν,
γ αὐτὰ καὶ ἐπιθυµοῦν νὰ ἔχουν· τὰ λέω λοιπὸν αὐτά, γιὰ νὰ
µὴν ἐξαπατηθοῦµε. Διότι, ἂν κατάλαβες καλά Ἀγάθωνα,
αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὴν παροῦσα στιγµὴ αὐτὲς τὶς ἰδιότητες, τὶς
ἔχουν ὑποχρεωτικά, εἴτε τὸ θέλουν εἴτε ὄχι, καὶ ἑποµένως πῶς
θὰ ἦταν δυνατὸν κάποιος νὰ τὶς ἐπιθυµήσῃ; Ἀλλὰ ὅταν
κάποιος λέει ὅτι, ἐγὼ ἂν καὶ εἶµαι ὑγιὴς ἐπιθυµῶ καὶ νὰ εἶµαι,
ἤ ἂν καὶ εἶµαι πλούσιος ἐπιθυµῶ καὶ νὰ εἶµαι, ἤ ὅτι ἐπιθυµεῖ
νὰ ἔχῃ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχει, τότε θὰ τοῦ ποῦµε, ἐσὺ ἄνθρωπε
δ ποὺ ἔχεις ὑγεία καὶ πλοῦτο καὶ δύναµη, σηµαίνει ὅτι θέλεις
νὰ τὰ διατηρήσῃς καὶ στὸ µέλλον, ἀφοῦ πρὸς τὸ παρὸν τὰ
ἔχεις, εἴτε τὸ θέλεις εἴτε ὄχι. Σκέψου λοιπὸν ὅταν λὲς ὅτι
ἐπιθυµεῖς αὐτὰ ποὺ ἔχεις, µήπως ἐννοεῖς ὅτι αὐτὰ ποὺ ἔχεις
τώρα, ἐπιθυµεῖς νὰ τὰ ἔχῃς καὶ στὸ µέλλον; ἤ θὰ παραδεχθῇς
κάτι ἄλλο;
Α. Συµφωνῶ.
ΣΩ. Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ νὰ ἐρωτεύεσαι ἐκεῖνο ποὺ δὲν
βρίσκεται ἀκόµη στὴ διάθεσή σου, οὔτε τὸ ἔχεις στὴν κατοχὴ
σου; δηλαδή, τὸ νὰ διατηρήσῃς στὸ µέλλον ὅσα ἔχεις καὶ στὸ
παρόν;
ε Α. Βεβαιότατα.
ΣΩ. Ὥστε καὶ αὐτὸς καὶ κάθε ἄλλος ποὺ ἐπιθυµεῖ, ἐπιθυµεῖ
αὐτὸ ποὺ δὲν βρίσκεται στὴ διάθεσή του κι αὐτὸ ποὺ
ἀπουσιάζει, κι αὐτὸ ποὺ δὲν ἔχει κι αὐτὸ ποὺ δὲν εἶναι ὁ ἴδιος
καὶ ἐκεῖνο ποὺ στερεῖται; Τέτοια εἶναι ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα
µπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ ἡ ἐπιθυµία καὶ ὁ ἔρωτας;
Α. Βεβαιότατα.
ΣΩ. Ἐµπρὸς λοιπόν, ἄς ὡµολογήσωµε ξανὰ ὅσα ἔχοµε πεῖ.
Κάτι ἄλλο εἶναι ὁ Ἔρωτας ἤ ἔρωτας κάποιων καὶ µάλιστα
αὐτῶν ποὺ ὁ ἴδιος στερεῖται;
201 Α. Ναί.
ΣΩ. Θυµήσου σχετικὰ µ᾿ αὐτά, ποιῶν εἶπες στὸ λόγο σου ὅτι
εἶναι ὁ Ἔρωτας; ἂν θέλῃς θὰ σοῦ θυµήσω ἐγώ. Κάπως ἔτσι
νοµίζω ὅτι εἶπες: τὰ πράγµατα µεταξὺ τῶν θεῶν µπῆκαν σὲ
τάξη ἐξ αἰτίας τοῦ ἔρωτα τῶν καλῶν, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχῃ
ἔρωτας γιὰ τὰ αἰσχρά. Κάτι τέτοιο δὲν ἔλεγες;
Α. Ἔτσι ἔλεγα.
ΣΩ. Εὐτυχῶς ποὺ τὸ παραδέχεσαι, φίλε µου· καὶ ἂν
πραγµατικὰ συµβαίνει ἔτσι, θὰ µποροῦσε ὁ Ἔρωτας νὰ εἶναι


38
κάτι ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ἔρωτας τοῦ κάλλους καὶ ὄχι τῆς
ἀσχήµιας;
Α. Συµφωνῶ.
β ΣΩ. Ἔχοµε ὅµως συµφωνήσει, ὅτι αὐτὸ ποὺ στερεῖται ὁ
Ἔρωτας καὶ δὲν τὸ ἔχει, αὐτὸ ἐρωτεύεται;
Α. Ναί.
ΣΩ. Στερεῖται ἑποµένως καὶ δὲν ἔχει κάλλος ὁ Ἔρωτας.
Α. Κατ᾿ ἀνάγκην.
ΣΩ. Τὶ λοιπόν; αὐτὸ ποὺ στερεῖται τὸ κάλλος καὶ οὐδὲποτε
ἔχει ἀποκτήσει κάλλος, ἐσὺ λὲς ὅτι εἶναι καλό;
Α. Ὄχι βέβαια.
ΣΩ. Ἐξακολουθεῖς λοιπὸν νὰ θεωρῇς ὅτι ὁ Ἔρωτας εἶναι
καλός, ἂν εἶναι ἔτσι αὐτὰ ποὺ εἴπαµε;
Α. Ἔφθασα σὲ σηµεῖο Σωκράτη, νὰ µὴ γνωρίζω τίποτε ἀπ᾿
ὅσα εἶπα τότε.
γ ΣΩ. Σωστὰ τὸ εἶπες Ἀγάθωνα, ἀλλά πὲς µου κάτι ἀκόµη. Δὲν
σοῦ φαίνεται ὅτι τὰ ἀγαθὰ εἶναι καὶ καλά;
Α. Ἔτσι µοῦ φαίνεται.
ΣΩ. Ἆρα, ἐὰν λείπουν ἀπὸ τὸν Ἔρωτα τὰ καλά, τὰ δὲ ἀγαθὰ
εἶναι καλά, τότε τοῦ λείπουν καὶ τὰ ἀγαθά17.
Α. Ἐγώ Σωκράτη, δὲν θὰ µποροῦσα νὰ σοῦ φέρω ἀντίρρηση,
γι᾿ αὐτὸ ἄς εἶναι ὅπως τὰ λὲς.
ΣΩ. Στὴν ἀλήθεια δὲν µπορεῖς νὰ φέρῃς ἀντίρρηση, ἀγαπητὲ
Ἀγάθωνα, ἐνῶ στὸ Σωκράτη, δὲν εἶναι καθόλου δύσκολο νὰ
φέρῃς ἀντίρρηση.

δ ΚΕΦ. 22.

Καὶ ἐσένα βέβαια, θὰ σ᾿ ἀφήσω τώρα· ὅµως, τὸν
λόγο γιὰ τὸν Ἔρωτα, ποὺ ἄκουσα κάποτε ἀπὸ τὴ Διοτίµα,
µιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴ Μαντίνεια  ποὺ ἦταν σοφὴ καὶ σ᾿ αὐτὰ
καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα, καὶ στοὺς Ἀθηναίους ὅταν ἔκαναν θυσίες
πρὶν πέσει ἡ πανοῦκλα, κατώρθωσε νὰ ἀναβάλῃ τὴν
ἀρρώστεια γιὰ δέκα χρόνια, αὐτὴ ποὺ δίδαξε καὶ σ᾿ ἐµένα τὰ
ἐρωτικά  αὐτὸν λοιπὸν τὸν λόγο, θὰ προσπαθήσω ὅσο
µπορῶ µὲ δικὰ µου λόγια νὰ σᾶς ἀναπτύξω, σύµφωνα µὲ ὅσα
συνωµολογήσαµε ἐγὼ καὶ ὁ Ἀγάθωνας. Πρέπει λοιπόν Ἀγά-
θωνα, ὅπως ἔκανες καὶ σὺ στὴ διήγησή σου, πρῶτα νὰ ἀνα-
πτύξω µὲ κάθε λεπτοµέρεια τὶ εἶναι ὁ Ἔρωτας καὶ ποιὸς εἶ-
                                                        
17. Χρήση τῆς µεταβατικῆς ἰδιότητας (τὰ πρὸς τρίτον ἴσα, εἶναι καὶ µεταξὺ
τους ἴσα).


39
ε ναι, καὶ στὴ συνέχεια νὰ πῶ γιὰ τὰ ἔργα του. Μοῦ φαίνεται
λοιπόν, ὅτι εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ τὰ ἀναπτύξω ἔτσι, ὅπως
ἔκανε κάποτε καὶ σ᾿ ἐµένα ἡ ξένη ὅταν µὲ ἐξέταζε. Διότι κι
ἐγὼ σχεδὸν κάτι τέτοια τῆς ἔλεγα, σὰν αὐτὰ ποὺ λέει τώρα σ᾿
ἐµένα ὁ Ἀγάθωνας, ὅτι ὁ Ἔρωτας εἶναι µέγας θεός, καὶ ὅτι
εἶναι γιὰ τὰ καλά. Μοῦ ἔκανε ἔλεγχο λοιπὸν σ᾿ αὐτὰ τὰ
λόγια, ὅπως κι ἐγὼ κάνω στὸν Ἀγάθωνα, ὅτι οὔτε καλὸς εἶναι
σύµφωνα µὲ τὸν λόγο µου οὔτε ἀγαθός. Κι ἐγὼ τότε τῆς
εἶπα:18
ΣΩ. Πῶς τὸ λὲς αὐτὸ Διοτίµα; ὁ Ἔρωτας δηλαδὴ εἶναι
αἰσχρὸς καὶ κακός;
ΔΙ. Γιατὶ τὸν δυσφηµεῖς Σωκράτη; ἤ µήπως νοµίζεις ὅτι ἐκεῖνο
ποὺ δὲν εἶναι καλό, κατ᾿ ἀνάγκην εἶναι αἰσχρό;
202 ΣΩ. Καὶ πολύ, µάλιστα.
ΔΙ. Καὶ ὅποιο δὲν εἶναι σοφό, εἶναι ἀµαθές; ἤ µήπως δὲν
γνωρίζεις ὅτι κάτι ὑπάρχει µεταξὺ σοφίας καὶ ἀµάθειας;
ΣΩ. Καὶ ποιὸ εἶναι αὐτό;
ΔΙ. Τὸ νὰ σκέφτεσαι σωστὰ καὶ νὰ µὴν ἔχῃς τὴν ἱκανότητα
νὰ ἐκφράσῃς µὲ λόγο τὴ σκέψη σου, δὲν γνωρίζεις ὅτι οὔτε
ἐπιστηµονικὴ γνώση εἶναι (διότι ἕνα πρᾶγµα χωρὶς λόγο πῶς
θὰ µποροῦσε νὰ εἶναι ἐπιστήµη;) οὔτε πάλι καὶ ἀµάθεια
(διότι αὐτὸ ποὺ πετυχαίνει τὴν οὐσία πῶς θὰ µποροῦσε νὰ
εἶναι ἀµάθεια;). Ἡ σωστὴ σκέψη λοιπόν, εἶναι κάτι ποὺ
βρίσκεται µεταξὺ τῆς φρόνησης καὶ τῆς ἀµάθειας.
ΣΩ. Λὲς τὴν ἀλήθεια.
β ΔΙ. Μὴ θεωρεῖς λοιπόν ἀναγκαστικά, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶ-
ναι καλό, πρέπει νὰ εἶναι αἰσχρό, οὔτε ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶναι
ἀγαθό, πρέπει νὰ εἶναι κακό. Ἔτσι, ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος ὁµολο-
γεῖς, ὅτι ὁ Ἔρωτας δὲν εἶναι οὔτε ἀγαθὸς οὔτε καλός,
καθόλου µὴ φαντάζεσαι ὅτι αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι αἰσχρὸς
καὶ κακός, ἀλλὰ κάτι µεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο.
ΣΩ. Καὶ δὲν ὁµολογεῖται ἀπ᾿ ὅλους, ὅτι εἶναι µέγας θεός;
ΔΙ. Ἐννοεῖς ὅλους ὅσους δὲν γνωρίζουν, ἤ καὶ αὐτοὺς ποὺ
γνωρίζουν;
ΣΩ. Ὅλους γενικῶς, ἐννοῶ.
ΔΙ. (γελῶντας) Καὶ πῶς θὰ ὡµολογηθῇ ὅτι εἶναι µέγας θεός,
Σωκράτη, ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ λένε ὅτι δὲν εἶναι οὔτε θεός;
                                                        
18. Ἀπὸ τὸ σηµεῖο αὐτό, ὁ Σωκράτης (ΣΩ.) ἀρχίζει νὰ διηγεῖται τὸ διάλογο
ποὺ εἶχε µὲ τὴ Διοτίµα (ΔΙ.). Πρβλ. σχόλιο 16.


40
γ ΣΩ. Καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοί;
ΔΙ. Ἕνας ἐσύ, καὶ µία ἐγώ.
ΣΩ. Καὶ πῶς τὸ ἑρµηνεύεις αὐτό;
ΔΙ. Εὔκολα. Ἀλλὰ πές µου, δὲν θεωρεῖς ὅτι ὅλοι οἱ θεοὶ εἶναι
εὐδαίµονες καὶ καλοί; ἤ θὰ τολµοῦσες νὰ πῇς ὅτι κάποιος ἀπὸ
τοὺς θεοὺς δὲν εἶναι καλὸς καὶ εὐδαίµονας;
ΣΩ. Μὰ τὸ Δία, ὄχι βέβαια.
ΔΙ. Καὶ εὐδαίµονες δὲν ἐννοεῖς αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀποκτήσει
τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ καλά;
ΣΩ. Βεβαίως.
δ ΔΙ. Ἀλλὰ ὁ Ἔρωτας, ὅπως βέβαια ἔχεις ὡµολογήσει, ἐξ
αἰτίας τῆς ἔλλειψης τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν καλῶν, ἐπιθυµεῖ
αὐτὰ ποὺ στερεῖται.
ΣΩ. Τὸ ἔχω ὡµολογήσει.
ΔΙ. Πῶς θὰ µποροῦσε λοιπὸν νὰ εἶναι θεὸς, αὐτὸς ποὺ
στερεῖται τὰ καλὰ καὶ τὰ ἀγαθά;
ΣΩ. Μὲ κανένα τρόπο, καθὼς φαίνεται βέβαια.
ΔΙ. Βλέπεις λοιπόν, ὅτι καὶ σὺ τὸν Ἔρωτα δὲν τὸν θεωρεῖς
θεὸ;

ΚΕΦ. 23.

ΣΩ. Σὰν τὶ µπορεῖ λοιπόν, νὰ εἶναι ὁ Ἔρωτας;
θνητός;
ΔΙ. Ὄχι, βέβαια.
ΣΩ. Τότε τὶ εἶναι;
ΔΙ. Ὅπως εἴπαµε καὶ προηγουµένως, κάτι µεταξὺ θνητοῦ καὶ
ἀθάνατου.
ΣΩ. Δηλαδὴ τὶ εἶναι, Διοτίµα;
ΔΙ. Δαίµονας µεγάλος, Σωκράτη· διότι καὶ ὅλο τὸ δαιµόνιο
γένος βρίσκεται µεταξὺ θεοῦ καὶ θνητοῦ.
ε ΣΩ. Καὶ τὶ δύναµη ἔχει;
ΔΙ. Νὰ ἑρµηνεύῃ καὶ νὰ µεταβιβάζῃ στοὺς θεοὺς ὅσα
προέρχονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ τὶς παρακλήσεις
καὶ τὶς θυσίες, καὶ στοὺς ἀνθρώπους ὅσα προέρχονται ἀπὸ
τοὺς θεούς, δηλαδὴ τὶς διαταγὲς τους καὶ τὶς ἀµοιβὲς γιὰ τὶς
θυσίες. Καὶ ἐπειδὴ βρίσκεται ἐνδιάµεσα, συµπληρώνει καὶ τὰ
δύο µέρη ὥστε νὰ ἀποτελοῦν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο. Μέσω αὐτοῦ
τοῦ γένους κινεῖται καὶ ὁλόκληρη ἡ µαντικὴ τέχνη ἀλλὰ καὶ ἡ
τέχνη τῶν ἱερέων σχετικὰ µὲ τὶς θυσίες καὶ τὶς τελετὲς καὶ τὰ
µαγικὰ τραγούδια καὶ γενικὰ µὲ τὶς γητειὲς καὶ τὰ µάγια.
203 Διότι ὁ θεὸς δὲν ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ µὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ
µέσω αὐτοῦ τοῦ γένους γίνεται κάθε συνοµιλία καὶ ἐπικοι-


41
νωνία τῶν θεῶν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὅταν εἶναι ξύπνιοι
καὶ ὅταν κοιµοῦνται· καὶ ὅποιος εἶναι σ᾿ αὐτὰ σοφὸς
θεωρεῖται δαιµόνιος ἄνδρας, ἐνῶ ὅποιος εἶναι σοφὸς εἴτε στὶς
τέχνες ἤ σὲ κάποιες χειροτεχνικὲς ἐργασίες, θεωρεῖται
βάναυσος. Αὐτοὶ οἱ δαίµονες εἶναι πολλοὶ καὶ κάθε εἴδους,
ἕνας δὲ ἀπὸ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ Ἔρωτας.
ΣΩ. Καὶ ποιὸς εἶναι ὁ πατέρας καὶ ἡ µητέρα του;
β ΔΙ. Θὰ χρειαστῇ πολὺς χρόνος, γιὰ νὰ στὸ διηγηθῶ, ὅµως θὰ
σοῦ πῶ. Ὅταν λοιπὸν γεννήθηκε ἡ Ἀφροδίτη, ὅλοι οἱ θεοὶ
συνεστίαζαν καὶ µαζὶ τους καὶ ὁ γιὸς τῆς Μήτιδας, ὁ Πόρος.
Ἀφοῦ τελείωσαν τὸ δεῖπνο, παρασυρόµενη ἀπὸ τὴν εὐθυµία
ἔφτασε ἡ Πενία καὶ τριγύριζε στὶς πόρτες γιὰ νὰ ζητιανέψῃ.
Ὁ Πόρος λοιπόν, ποὺ εἶχε µεθύσει ἀπὸ τὸ νέκταρ, γιατὶ τότε
δὲν ὑπῆρχε κρασί, µπῆκε στὸν κῆπο τοῦ Δία καὶ, καθὼς εἶχε
βαρύνει ἀπὸ τὸ µεθύσι, ἀποκοιµήθηκε. Τότε ἡ Πενία, ἐξ
αἰτίας τῆς ἀπορίας της, σκεφτόµενη νὰ κάνῃ πονηρὰ παιδὶ
ἀπὸ τὸν Πόρο, ξάπλωσε δίπλα του καὶ συνέλαβε τὸν Ἔρωτα.
γ Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγινε τῆς Ἀφροδίτης ἀκόλουθος καὶ ὑπηρέτης ὁ
Ἔρωτας, ἐπειδὴ ἡ σύλληψή του ἔγινε τὴν ἡµέρα τῶν γενε-
θλίων της, καὶ συγχρόνως ἀπὸ τὴ φύση του ἐραστὴς τοῦ
ὡραίου, ἀφοῦ καὶ ἡ Ἀφροδίτη εἶναι ὡραία. Καὶ ἐπειδὴ ὁ
Ἔρωτας εἶναι γιὸς τοῦ Πόρου καὶ τῆς Πενίας, πρόσεξε ποιὰ
εἶναι ἡ τύχη του. Πρῶτον µὲν εἶναι πάντοτε φτωχός, καὶ
ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι τρυφερὸς καὶ ὡραῖος, ὅπως
νοµίζουν οἱ πολλοί19, ἀλλὰ εἶναι σκληρὸς καὶ βρώµικος καὶ
δ ἀνυπόδητος καὶ δίχως σπίτι, πάντα κυλιέται σὲ πὰτωµα χωρίς
στρωσίδια, καὶ κοιµᾶται στὴν ὕπαιθρο στὶς πόρτες τῶν
σπιτιῶν καὶ µέσα στοὺς δρόµους, συγκάτοικος πάντα µὲ τὴ
φτώχεια, γιατὶ ἔχει τὴ φύση τῆς µητέρας του. Σύµφωνα πάλι
µὲ τὴ φύση τοῦ πατέρα του, ἀποβλέπει στὰ καλὰ καὶ στὰ
ἀγαθά, ἐπειδὴ εἶναι γενναῖος καὶ λεβέντης καὶ ὁρµητικός,
φοβερὸς κυνηγός, πάντα σκαρώνει κάποια τεχνάσµατα,
ἐπιθυµεῖ τὴ γνώση καὶ εἶναι ἐπινοητικός, φιλισοφεῖ σ᾿ ὅλη του
τὴ ζωή, φοβερὸς γόης καὶ µάγος καὶ σοφιστής. Καὶ ἀπὸ τὴ
φύση του οὔτε ἀθάνατος εἶναι οὔτε θνητός, ἀλλὰ τὴν ἴδια µέ-
ε ρα ἄλλοτε ἀκµάζει καὶ ζεῖ, ὅταν πετύχει τὸ στόχο του, ἄλλοτε
πεθαίνει· καὶ πάλι ὅµως ξαναζεῖ, ἐξ αἰτίας τῆς φύσης τοῦ
                                                        
19. Ὁ ἰσχυρισµὸς ἀνήκει στὸν Ἀγάθωνα, ποὺ ἐκφράζει καὶ µιὰ εὐρύτερη
γνώµη.


42
πατέρα του, ἀλλὰ πάντα χάνει αὐτὸ ποὺ ἔχει κερδίσει. Ὥστε,
ὁ Ἔρωτας οὔτε ἄπορος εἶναι ποτέ, οὔτε πλούσιος καὶ πάντα
βρίσκεται µεταξὺ τὴς σοφίας καὶ τῆς ἀµάθειας. Αὐτὸ συµβαί-
204 νει γιὰ τὸν ἑξῆς λόγο. Ἀπὸ τοὺς θεοὺς κανένας δὲν φιλοσοφεῖ
οὔτε ἐπιθυµεῖ νὰ γίνῃ σοφός, γιατὶ εἶναι· οὔτε καὶ κάποιος
ἄλλος φιλοσοφεῖ, ἂν εἶναι σοφός. Οὔτε πάλι οἱ ἀµαθεῖς
φιλοσοφοῦν, οὔτε ἐπιθυµοῦν νὰ γίνουν σοφοί. Διότι, αὐτὸ
ἀκριβῶς εἶναι τὸ κακὸ τῆς ἀµάθειας· τὸ νὰ ἀρκεῖται κάποιος
στὸν ἑαυτὸ του, ἂν καὶ δὲν εἶναι καλὸς καὶ ἀγαθὸς οὔτε
φρόνιµος. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ δὲν νοµίζει ὅτι ἔχει ἐλλείψεις,
δὲν ἐπιθυµεῖ ἐκεῖνο ποὺ δὲν νοµίζει ὅτι τοῦ χρειάζεται.
ΣΩ. Ποιοὶ εἶναι λοιπὸν οἱ φιλοσοφοῦντες Διοτίµα, ἐὰν δὲν
εἶναι οὔτε οἱ σοφοὶ οὔτε οἱ ἀµαθεῖς;
β ΔΙ. Αὐτὸ τὸ καταλαβαίνει ἀκόµη κι ἕνα µικρὸ παιδί, ὅτι
φιλοσοφοῦν αὐτοὶ ποὺ βρίσκονται µεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο,
ὅπως ἐπίσης εἶναι καὶ ὁ Ἔρωτας. Διότι ἡ σοφία εἶναι ἀπὸ τὰ
πιὸ ὡραῖα πράγµατα, ὁ Ἔρωτας εἶναι ἔρωτας γιὰ τὸ ὡραῖο,
ὥστε κατ᾿ ἀνάγκην ὁ Ἔρωτας εἶναι φιλόσοφος· καὶ σὰν
φιλόσοφος, βρίσκεται µεταξὺ τοῦ σοφοῦ καὶ τοῦ ἀµαθῆ.
Αἰτία γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ καταγωγὴ του. Γιατὶ κατάγεται
ἀπὸ πατέρα σοφὸ καὶ εὔπορο, καὶ ἀπὸ µητέρα ἄπορη καὶ
καθόλου σοφή. Αὐτὴ λοιπόν, ἀγαπητὲ Σωκράτη, εἶναι ἡ φύση
αὐτοῦ τοῦ δαίµονα. Αὐτὸν ποὺ ὑπέθεσες ὅµως ἐσὺ ὅτι εἶναι ὁ
γ Ἔρωτας, δὲν ἔπαθες κάτι ἀξιοπερίεργο. Διότι ὑπέθεσες, ὅπως
συµπεραίνω ἀπὸ τὰ λεγόµενά σου, ὅτι αὐτὸ ποὺ ἀγαπιέται
εἶναι ὁ Ἔρωτας καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ ἀγαπᾷ. Γι᾿ αὐτὸ νοµίζω ὅτι
σοῦ φάνηκε ἀξιολάτρευτος ὁ Ἔρωτας. Γιατὶ πραγµατικὰ
εἶναι καλὸ καὶ χαριτωµένο καὶ τέλειο καὶ ἀξιοζήλευτο αὐτὸ
ποὺ πρέπει νὰ ἀγαπηθῇ. Αὐτὸ ὅµως ποὺ ἀγαπᾷ ἔχει ἐντελῶς
διαφορετικὴ µορφή, σὰν αὐτὴ ποὺ ἐγὼ σοῦ ἀνέπτυξα.

ΚΕΦ. 24.

ΣΩ. Ἄς εἶναι ἔτσι λοιπόν, ἀγαπητὴ µου, γιατὶ
καλὰ τὰ λές. Ἀφοῦ ὅµως εἶναι τέτοιος ὁ Ἔρωτας, σὲ τὶ εἶναι
χρήσιµος στοὺς ἀνθρώπους;
δ ΔΙ. Μετὰ ἀπ᾿ ὅσα εἴπαµε Σωκράτη, θὰ προσπαθήσω νὰ σὲ
διδάξω καὶ αὐτό. Εἶναι λοιπὸν τέτοιος καὶ ἔτσι ἔχει δηµιουρ-
γηθεῖ ὁ Ἔρωτας, καὶ µάλιστα εἶναι γιὰ τὰ ὡραῖα, ὅπως λὲς
ἐσύ. Ἂν ὅµως µᾶς ρωτήσῃ κάποιος: γιὰ ποιὰ ὡραῖα εἶναι ὁ
Ἔρωτας, Σωκράτη καὶ Διοτίµα; τὸ ἑξῆς ρωτῶ ἀκόµη πιὸ
σαφέστερα· αὐτὸς ποὺ ἐρωτεύεται τὰ ὡραῖα τὶ ἐρωτεύεται;
ΣΩ. Νὰ συµβοῦν στὸν ἑαυτὸ του.


43
ΔΙ. Αὐτὴ ἡ ἀπάντηση ὅµως, προκαλεῖ τὴν ἑξῆς ἐρώτηση· καὶ
τὶ θὰ δηµιουργηθῇ µέσα σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοῦ συµβοῦν τὰ
καλά;
ΣΩ. Δὲν εἶµαι ἀκόµη ἕτοιµος, νὰ ἀπαντήσω πρόχειρα σὲ µιὰ
τέτοια ἐρώτηση.
ε ΔΙ. Ἀλλὰ προσπάθησε, ὅπως ἀκριβῶς ἂν ἄλλαζε κάποιος τὶς
λέξεις καὶ ἀντὶ τοῦ καλοῦ χρησιµοποιοῦσε τὸ ἀγαθό, ὑπόθεσε
Σωκράτη ὅτι σὲ ρωτοῦσε· αὐτὸς ποὺ ἐρωτεύεται τὰ ἀγαθὰ, τὶ
ἐρωτεύεται;
ΣΩ. Νὰ συµβοῦν στὸν ἑαυτὸ του.
ΔΙ. Καὶ τὶ θὰ δηµιουργηθῇ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοῦ συµβοῦν τὰ
ἀγαθά;
ΣΩ. Σ᾿ αὐτὸ, εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ ἀπαντήσω, ὅτι θὰ εἶναι
εὐδαίµονας.
205 ΔΙ. Μὲ τὴν ἀπόκτηση λοιπὸν τῶν ἀγαθῶν, οἱ εὐδαίµονες γί-
νονται εὐδαίµονες, καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ρωτήσω, λόγου
χάριν, γιατὶ θέλει νὰ εἶναι εὐδαίµονας αὐτὸς ποὺ τὸ θέλει,
ἀλλὰ νοµίζω ὅτι ἡ ἀπάντηση ὁλοκληρώθηκε.
ΣΩ. Λὲς τὴν ἀλήθεια.
ΔΙ. Γι᾿ αὐτὴν ὅµως τὴν ἐπιθυµία καὶ τὸν ἔρωτα, τὶ ἀπὸ τὰ δύο
ἰσχύει; νοµίζεις ὅτι εἶναι κοινὸς σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώ-πους,
καὶ θέλουν νὰ τοὺς συµβαίνουν τὰ ἀγαθὰ αἰωνίως; ἤ µᾶλλον,
πῶς τὸ ἐννοεῖς;
ΣΩ. Μοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι κοινὸς σὲ ὅλους.
ΔΙ. Λοιπὸν Σωκράτη, ἐὰν βέβαια ὅλοι ἐρωτεύονται τὰ ἴδια
β πράγµατα καὶ πάντα, τότε γιατὶ λέµε ὅτι δὲν εἶναι ὅλοι ἐρω-
τευµένοι, ἀλλὰ λέµε ὅτι ἄλλοι εἶναι ἐρωτευµένοι καὶ ἄλλοι
ὄχι;
ΣΩ. Ἀπορῶ κι ἐγώ.
ΔΙ. Μὴν ἀπορεῖς· διότι ξεχωρίζοντας κάποιο εἶδος τοῦ ἔρωτα
καὶ δίνοντάς του τὸ ὄνοµα τοῦ συνόλου, τὸ ὀνοµάζοµε
ἔρωτα, ἐνῶ στὰ ὑπόλοιπα εἴδη χρησιµοποιοῦµε διαφορετικὰ
ὀνόµατα.
ΣΩ. Καὶ πῶς γίνεται αὐτό;
ΔΙ. Ὅπως ἀκριβῶς συµβαίνει καὶ µὲ τὴν ποίηση. Γνωρίζεις
βέβαια, ὅτι ἡ ποίηση εἶναι µιὰ πολὺ πλατειὰ ἔννοια· διότι ἡ
κάθε αἰτία ποὺ φέρνει ὁτιδήποτε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν
ὕπαρξη εἶναι ποίηση· ὥστε καὶ οἱ ἐργασίες σὲ ὅλες τὶς τέχνες
εἶναι ποιήσεις καὶ ὅλοι οἱ δηµιουργοὶ τους εἶναι ποιητές.
γ ΣΩ. Λὲς τὴν ἀλήθεια.


44
ΔΙ. Γνωρίζεις ὅµως, ὅτι δὲν καλοῦνται ὅλοι ποιητὲς, ἀλλὰ
ἔχουν διαφορετικὰ ὀνόµατα· καὶ ἀπὸ ὅλη τὴν ποίηση ξεχω-
ρίστηκε µόνο ἕνα πολὺ µικρὸ µέρος (αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται
στὴ µουσικὴ καὶ στὸν ἔµµετρο λόγο) καὶ πῆρε τὸ ὄνοµα τοῦ
συνόλου. Διότι µόνο αὐτὸ ὀνοµάζεται ποίηση, καὶ ὅσοι ἔχουν
αὐτὸ τὸ µόριο τῆς ποίησης, λέγονται ποιητές.
ΣΩ. Λὲς τὴν ἀλήθεια.
δ ΔΙ. Ἔτσι λοιπὸν συµβαίνει καὶ µὲ τὸν ἔρωτα· σὲ γενικὲς
γραµµὲς, εἶναι κάθε ἐπιθυµία τῶν ἀγαθῶν καὶ τῆς εὐδαιµο-
νίας, ὁ πιὸ µεγάλος καὶ δολερὸς ἔρωτας γιὰ κάθε τι. Ἐκεῖνοι
ὅµως ποὺ ἀσχολοῦνται µαζὶ του µὲ διαφορετικοὺς τρόπους,
εἴτε µὲ τὴν οἰκονοµία εἴτε µὲ τὴ γυµναστικὴ εἴτε µὲ τὴ φιλο-
σοφία, οὔτε ἐρωτευµένοι λέµε ὅτι εἶναι οὔτε ἐραστές. Ἐνῶ
ἐκεῖνοι ποὺ ἀσχολοῦνται ἰδιαίτερα µὲ ἕνα συγκεκριµένο
εἶδος, παίρνουν τὸ συνολικὸ ὄνοµα τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ
ἐρωτευµένου καὶ τοῦ ἐραστῆ.
ΣΩ. Πραγµατικὰ λὲς τὴν ἀλήθεια.
ε ΔΙ. Καὶ ὑπάρχει κάποιος λόγος, βέβαια, ποὺ λέει ὅτι αὐτοὶ
ποὺ ἀναζητοῦν τὸ “ἕτερον ἥµισυ” αὐτοὶ ἐρωτεύονται· ὁ δικὸς
µου ὅµως λόγος, ἀγαπητὲ φίλε, λέει ὅτι ὁ ἔρωτας δὲν εἶναι
οὔτε ἡ ἀναζήτηση τοῦ µισοῦ οὔτε τοῦ ὅλου, ἂν δὲν ἐπιδιώ-
κεται τὸ ἀγαθό· διότι οἱ ἄνθρωποι θὰ ἤθελαν νὰ τοὺς κοποῦν
καὶ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, ἂν θεωροῦσαν ὅτι εἶναι βλαβερά.
Νοµίζω δηλαδή, ὅτι δὲν ὑπολογίζουν οὔτε τὰ ἀποκλειστικὰ
δικὰ τους, ἐκτὸς ἐὰν κάποιος θεωρεῖ ὅτι τὸ ἀγαθὸ εἶναι
φιλικὸ καὶ ἀποκλειστικὰ δικὸ του, ἐνῶ τὸ κακὸ εἶναι ξένο·
ἐπειδὴ βέβαια, τίποτα ἄλλο δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐρωτεύονται
οἱ ἄνθρωποι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἀγαθό. Ἤ µήπως σοῦ φαίνεται ὅτι
ἐρωτεύονται κάτι ἄλλο;
206 ΣΩ. Μὰ τὸ Δία, ὄχι βέβαια.
ΔΙ. Ἆρα λοιπόν, µποροῦµε νὰ λέµε ἔτσι ἁπλὰ, ὅτι οἱ
ἄνθρωποι ἐρωτεύονται τὸ ἀγαθό20;
ΣΩ. Ναί.
ΔΙ. Καὶ τὶ λοιπόν; Δὲν πρέπει νὰ προσθέσωµε, ὅτι ἐρω-
τεύονται τὸ ἀγαθὸ νὰ γίνῃ δικὸ τους;
ΣΩ. Πρέπει νὰ τὸ προσθέσωµε.
ΔΙ. Καὶ ὄχι µόνο νὰ γίνῃ δικὸ τους, ἀλλὰ καὶ νὰ παραµείνῃ
γιὰ πάντα;
                                                        
20. Κατάληξη σὲ ἐπὶ µέρους συµπεράσµατα.


45
ΣΩ. Ἄς προστεθῇ καὶ αὐτό.
ΔΙ. Ἆρα21 καταλήγοµε στὸ συµπέρασµα, ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ἡ
ἐπιδίωξη νὰ γίνῃ γιὰ πάντα δικὸ τους τὸ ἀγαθό.
ΣΩ. Λὲς πραγµατικὰ τὴν ἀλήθεια.

β ΚΕΦ. 25.

ΔΙ. Ἀφοῦ λοιπὸν αὐτὴ εἶναι πάντα ἡ ἐπιδίωξη
τοῦ ἔρωτα, µὲ ποιὸ τρόπο αὐτοὶ ποὺ ἐπιδιώκουν τὸ ἀγαθό,
καὶ σὲ ποιὰ πράξη, ὁ πόθος καὶ ἡ ἔντονη διάθεση τους, θὰ
ὀνοµαζόταν ἔρωτας; σὰν τὶ µπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἐνέργεια;
ἔχεις κάτι νὰ πῇς;
ΣΩ. Τότε δὲν θὰ σὲ θαύµαζα γιὰ τὴ σοφία σου Διοτίµα, οὔτε
θὰ σπούδαζα κοντὰ σου γιὰ νὰ µάθω αὐτὰ ἀκριβῶς ποὺ µὲ
ρωτᾷς.
ΔΙ. Θὰ σοῦ πῶ λοιπὸν ἐγώ. Εἶναι ὁ τόκος22 µέσα στὸ καλὸ
καὶ ὡς πρὸς τὸ σῶµα καὶ ὡς πρὸς τὴν ψυχή.
ΣΩ. Αὐτὰ ποὺ λές Διοτίµα, χρειάζονται µαντικὲς ἱκανότητες
καὶ δὲν τὰ καταλαβαίνω.
γ ΔΙ. Θὰ µιλήσω λοιπὸν µὲ µεγαλύτερη σαφήνεια. Διότι ὅλοι οἱ
ἄνθρωποι Σωκράτη, κυοῦν23 καὶ ὡς πρὸς τὸ σῶµα καὶ ὡς
πρὸς τὴν ψυχή, ὅταν ὅµως φτάσουν σὲ κάποια ἡλικία, ἡ φύση
µας ἐπιθυµεῖ νὰ τεκνοποιήσῃ. Δὲν µπορεῖ ὅµως νὰ τεκνο-
ποιήσῃ µέσα στὸ αἰσχρό, ἀλλὰ µόνο µέσα στὸ καλό. Δηλαδή,
ἡ συνουσία τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας εἶναι τόκος. Αὐτὸ τὸ
πρᾶγµα εἶναι θεϊκό, καὶ µέσα στὸ θνητὸ ζῶο µόνο αὐτὸ
ὑπάρχει ἀθάνατο, ἡ κύηση καὶ ἡ γέννηση. Αὐτὰ ὅµως εἶναι
ἀδύνατον νὰ δηµιουργηθοῦν µέσα στὸ ἀνάρµοστο. Καὶ ἀναρ-
δ µοστο σὲ κάθε θεϊκό εἶναι τὸ αἰσχρὸ, ἐνῶ αὐτὸ ποὺ ἁρµόζει
εἶναι τὸ ὡραῖο. Στὴ γέννηση λοιπὸν, ἡ Καλλονὴ παίζει τὸ
ρόλο τῆς Μοίρας καὶ τῆς Εἰλείθυιας24. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο ποὺ
κυεῖ ὅταν πλησιάζῃ στὸ ὡραῖο, γίνεται ὁλόχαρο καὶ
εὐφραινόµενο διαχύνεται καὶ τίκτει καὶ γεννᾷ, ἐνῶ ὅταν
πλησιάζει στὸ αἰσχρό, τότε σκυθρωπὸ καὶ λυπηµένο συσπει-
ρώνεται καὶ ἀποφεύγει καὶ ἀποµακρύνεται καὶ δὲν γεννᾷ,
                                                        
21. Βλέπε καὶ ἀρχαῖο κείµενο (σελ. 70)
22. Πολλαπλασιασµός, ἀναπαραγωγή.
23. Βλ. ἑµηνευτικὸ σηµείωµα (σελ. 67).
24. Ἡ Μοῖρα κατὰ τὴ µυθολογία, ἦταν ἡ θεὰ τοῦ πεπρωµένου (τῆς τύχης).
Μοίραζε τὸ µερίδιο τοῦ καλοῦ ἤ τοῦ κακοῦ ποὺ ἀναλογεῖ στὸν καθένα.
Ἡ Εἰλείθυια, ἦταν ἡ θεὰ ποὺ βοηθοῦσε τὶς γυναῖκες στὸν τοκετό.


46
ἀλλὰ συγκρατεῖται καὶ µὲ δυσκολία ἀντέχει τὸ κύηµα. Αὐτὸς
εἶναι ὁ λόγος ποὺ δηµιουργεῖται µεγάλη ἔξαψη γιὰ τὸ ὡραῖο
σ᾿ αὐτὸν ποὺ κυεῖ καὶ εἶναι στὶς ὁρµὲς του· ἐπειδὴ τὸν ξαλα-
φρώνει ἀπὸ µεγάλο πόνο. Ὁ ἔρωτας λοιπὸν Σωκράτη, δὲν εἶ-
ναι ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀπόκτησης τοῦ ὡραίου, ὅπως νοµίζεις ἐσύ.
ε ΣΩ. Καὶ τότε τὶ εἶναι;
ΔΙ. Ἡ ἐπιδίωξη τῆς γέννησης καὶ τοῦ τόκου µέσα στὸ ὡραῖο.
ΣΩ. Ἄς εἶναι ἔτσι.
ΔΙ. Καταλαβαίνεις λοιπόν, γιατὶ εἶναι τῆς γέννησης; διότι ἡ
γέννηση καθιστᾷ τὸ θνητὸ ἀειγενὲς καὶ ἀθάνατο. Καὶ σύµφω-
207 να µὲ ὅσα ἔχοµε ὡµολογήσει εἶναι ἀναγκαῖο µαζὶ µὲ τὸ ἀγα-
θὸ νὰ ἐπιδιώκεται ἡ ἀθανασία, ἐὰν βέβαια ὁ ἔρωτας εἶναι
ἡ ἀπόκτηση τοῦ ἀγαθοῦ γιὰ πάντα. Καταλήγοµε λοιπὸν
στὸ συµπέρασµα, ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι καὶ ἡ ἐπιδίωξη τῆς
ἀθανασίας.

ΚΕΦ. 26.


Ποιὰ νοµίζεις ὅµως, Σωκράτη, ὅτι εἶναι ἡ αἰτία
αὐτοῦ τοῦ ἔρωτα καὶ τῆς ἐπιθυµίας; ἤ µήπως δὲν αἰσθάνεσαι
τὴν φοβερὴ διάθεση ποὺ ἔχουν ὅλα τὰ θηρία, ὅταν τοὺς ἔρθῃ
ἡ ἐπιθυµία νὰ γεννήσουν, εἴτε αὐτὰ ποὺ περπατοῦν εἴτε αὐτὰ
ποὺ πετοῦν, ὅτι ἀρρωσταίνουν ἀπὸ ἐρωτικὴ διάθεση, πρῶτον
β µὲν γιὰ νὰ ζευγαρώσουν µεταξὺ τους καὶ ἔπειτα γιὰ νὰ βροῦν
τροφὴ στὸ νεογέννητο; καὶ ὅτι εἶναι ἕτοιµα ἀκόµη καὶ τὰ
ἀσθενέστερα νὰ δώσουν µάχη µὲ τὰ ἰσχυρότερα καὶ νὰ πεθά-
νουν γιὰ χάρη τους; ἤ µήπως δὲν αἰσθάνεσαι ὅτι δὲν ὑπολο-
γίζουν ἀκόµη καὶ τὴν πεῖνά τους προκειµένου νὰ τὰ µεγαλώ-
σουν, ἀλλὰ κάνουν καὶ ὁτιδήποτε ἄλλο γι᾿ αὐτά; διότι θὰ
µποροῦσε κάποιος νὰ σκεφθῇ, ὅτι οἱ ἄνθρωποι τὰ κάνουν αὐ-
τὰ ἐξ αἰτίας τῆς λογικῆς τους· ποιὰ εἶναι ὅµως ἡ αἰτία, ὥστε
τὰ θηρία νὰ ἔχουν αὐτὴ τὴν ἐρωτικὴ διάθεση; ἔχεις κάτι νὰ
πεῖς;
γ ΣΩ. Πάλι θὰ σοῦ ἀπαντήσω, ὅτι δὲν ξέρω.
ΔΙ. Σοῦ περνᾷ ἡ ἰδέα λοιπόν, ὅτι θὰ γίνῃς κάποτε δεινὸς στὰ
ἐρωτικά, ἐὰν δὲν καταλαβαίνῃς αὐτά;
ΣΩ. Γι᾿ αὐτὸ ἀγαπητὴ Διοτίµα ἦρθα κοντὰ σου, ὅπως σοῦ
ἔλεγα καὶ προηγουµένως, ἐπειδὴ κατάλαβα ὅτι χρειάζοµαι
δασκάλους. Πὲς µου λοιπὸν τὴν αἰτία καὶ αὐτῶν καὶ ὅλων
τῶν ἄλλων γύρω ἀπὸ τὰ ἐρωτικά.
ΔΙ. Ἂν πιστεύῃς ὅτι ὁ ἔρωτας ἀπό τὴ φύση του εἶναι ἐκεί-
νου, ποὺ µέχρι τώρα πολλές φορὲς ὡµολογήσαµε, µὴν ἀπο-


47
δ ρεῖς. Διότι κι ἐδῶ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ἡ θνητὴ φύση ἀναζητᾷ νὰ
παραµείνῃ ὅσο τὸ δυνατὸν παντοτινὴ καὶ ἀθάνατη. Καὶ αὐτὸ
µπορεῖ νὰ τὸ κατορθώσῃ µόνο µὲ τὴ γέννηση, διότι πάντοτε
ἀφήνει στὴ θέση τοῦ παλιοῦ ἕνα ἄλλο νέο, ἐξ αἰτίας τοῦ
ὁποίου κάθε ζῶο λέµε ὅτι ἐξακολουθεῖ νὰ ζῇ καὶ νὰ διατηρῇ
τὸ εἶδος του· ὅπως λέµε καὶ ὅτι κάποιος εἶναι ὁ ἴδιος, ἀπὸ τὴν
παιδικὴ του ἡλικία µέχρι νὰ γίνῃ γέρος· αὐτὸς λοιπόν, ἂν καὶ
ποτὲ δὲν διατηρεῖ τὰ ἴδια στοχεῖα στὸν ἑαυτὸ του, λέµε ὅτι
εἶναι ὁ ἴδιος· ὅταν ὅµως ἀνανεώνεται, χάνει τὰ παλιὰ
στοιχεῖά του σχετικὰ µὲ τὶς τρίχες καὶ τὴ σάρκα καὶ τὰ
ε ὀστᾶ καὶ τὸ αἷµα καὶ ὁλόκληρο τὸ σῶµα. Καὶ ὄχι µόνο σχε-
τικὰ µὲ τὸ σῶµα, ἀλλὰ καὶ σχετικὰ µὲ τὴν ψυχή· δηλαδή, οἱ
τρόποι, τὰ ἤθη, οἱ ἀπόψεις, οἱ ἐπιθυµίες, οἱ ἡδονές, οἱ λῦπες,
οἱ φόβοι οὐδέποτε παραµένουν τὰ ἴδια στὸν καθένα µας,
ἀλλὰ µερικὰ ἀπ᾿ αὐτὰ δηµιουργοῦνται καὶ µερικὰ χάνονται.
Ἀλλὰ ἀκόµη πιὸ παράδοξο ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, εἶναι αὐτὸ ποὺ
συµβαίνει µὲ τὶς ἐπιστῆµες· ὄχι µόνο ἐπειδὴ ἄλλες δηµιουρ-
γοῦνται καὶ ἄλλες χάνονται µέσα µας, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ µὴν
208 εἴµαστε ποτὲ οἱ ἴδιοι οὔτε σχετικὰ µὲ τὶς ἐπιστῆµες, ἀλλὰ καὶ
κάθε µία ἐπιστήµη χωριστὰ παθαίνει τὸ ἴδιο. Ἐπειδὴ λοιπὸν
ἡ ἐπιστήµη χάνεται, ἐπιβάλλεται νὰ µελετᾶµε· διότι ἡ λήθη
εἶναι ἔξοδος τῆς ἐπιστήµης, ἡ µελέτη ὅµως δηµιουργεῖ και-
νούργια µνήµη ἀντὶ τῆς χαµένης καὶ ἔτσι διασώζει τὴν ἐπι-
στήµη, ὥστε νὰ θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἡ ἴδια. Μόνο µὲ αὐτὸ τὸν
τρόπο, λοιπόν, διασώζεται ὁλόκληρο τὸ θνητὸ γένος, ὄχι
δηλαδὴ µὲ τὸ νὰ εἶναι αἰώνια τὸ ἴδιο, ὅπως συµβαίνει µὲ τὸ
β θεϊκό, ἀλλὰ µὲ τὸ νὰ ἐγκαταλείπει νέο ἴδιο µὲ τὸν ἑαυτὸ του,
αὐτὸ ποὺ παλιώνει καὶ φεύγει. Μ᾿ αὐτὴ τὴ διαδικασία,
Σωκράτη, τὸ θνητὸ µετέχει στὴν ἀθανασία, καὶ τὸ σῶµα καὶ
ὅλα τὰ ἄλλα· ἐνῶ τὸ ἀθάνατο µὲ ἄλλη. Μὴν ἀπορεῖς, λοιπόν,
ἂν τὸ καθένα ἐκ φύσεως ἀγαπᾷ τὸ δικὸ του δηµιούργηµα.
Διότι, πρὸς χάριν τῆς ἀθανασίας ὑπάρχει στὸ καθένα αὐτὸς ὁ
πόθος καὶ ἡ ἐρωτικὴ προδιάθεση.
XXVII. ΣΩ. (µὲ θαυµασµό). Ὦ σοφὴ Διοτίµα, στ᾿ ἀλήθεια,
ἔτσι εἶναι ὅλα αὐτὰ;
γ ΔΙ. Καλὰ κατάλαβες, Σωκράτη· ἐπειδὴ, ἂν ρίξῃς µιὰ µατιά
καὶ στὴ φιλοδοξία τῶν ἀνθρώπων, θὰ ἐκπλαγῇς ἀπὸ τὸν
παραλογισµό, ὅταν θυµηθῇς µὲ πόση µανία ἐπιδιώκουν νὰ
γίνουν ξακουστοὶ καὶ δ ό ξ α ἀ θ ά ν α τ η ν᾿ ἀ φ ή σ ο υ ν ε
γ ι ὰ π ά ν τ α, καὶ ὅλοι εἶναι ἕτοιµοι νὰ διακινδυνεύσουν


48
πολὺ περισσότερο γιὰ τὴ δόξα παρὰ γιὰ τὰ παιδιὰ τους, καὶ
δ χρήµατα νὰ σπαταλήσουν καὶ νὰ πονέσουν, ἀλλὰ ἀκόµη καὶ
νὰ πεθάνουν. Μήπως νοµίζεις, ὅτι θὰ πέθαινε ἡ Ἄλκιστη25 γιὰ
χάρη τοῦ Ἄδµητου, ἤ ὅτι ὁ Ἀχιλλέας θὰ πέθαινε µετὰ τὸ
θάνατο τοῦ Πάτροκλου, ἤ ὅτι θὰ σκοτωνόταν ὁ Κόδρος γιὰ
χάρη τῆς βασιλείας τῶν παιδιῶν του, ἂν δὲν πίστευαν ὅτι θὰ
µείνῃ ἀθάνατη ἡ µνήµη γιὰ τὴν ἀρετὴ τους, τὴν ὁποία ἔχοµε
τώρα ἐµεῖς; Ὄχι βέβαια· ἀλλὰ νοµίζω ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ κάνουν
γιὰ χάρη τῆς ἀθάνατης ἀρετῆς καὶ τῆς ἔνδοξης φήµης· καὶ ὅσο
πιὸ ἀγαθοὶ εἶναι, τόσο περισσότερο ἐνεργοῦν ἔτσι, διότι ἐρω-
ε τεύονται τὴν ἀθανασία. Ὅσοι λοιπὸν ἐγκυµονοῦν σωµατικά,
στρέφονται περισσότερο πρὸς τὶς γυναῖκες καὶ ἐρωτοτρο-
ποῦν, ἐπειδὴ νοµίζουν ὅτι µὲ τή γέννηση παιδιῶν θὰ ἀποκτή-
σουν στὸ µέλλον ἀθανασία καὶ µνήµη καὶ εὐδαιµονία. Ὅσοι
209 πάλι ἐγκυµονοῦν ψυχικά ― διότι ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ
κυοῦν πολὺ περισσότερο στὶς ψυχὲς παρὰ στὰ σώµατα ― θὰ
γεννήσουν ἐκεῖνα ποὺ ἁρµόζουν στὴν ψυχή νὰ κυῇ καὶ νὰ
τίκτῃ· καὶ αὐτὰ ποὺ ἁρµόζουν στὴν ψυχὴ, εἶναι ἡ φρόνηση
καὶ ἡ ὑπόλοιπη ἀρετὴ· οἱ γεννήτορες αὐτῶν, εἶναι ὅλοι οἱ
ποιητὲς καὶ ὅσοι ἀπὸ τοὺς δηµιουργοὺς λέγονται ὅτι εἶναι
ἐφευρέτες· ὅµως πολὺ ἀνώτερη καὶ ὡραιότερη ἀρετὴ ἀπὸ τὴ
φρόνηση, εἶναι αὐτὴ ποὺ ὀργανώνει τὶς πολιτεῖες καὶ τὴν κα-
τοίκισή τους, τῆς ὁποίας τὸ ὄνοµα εἶναι σωφροσύνη καὶ δι-
καιοσύνη. Αὐτὲς τὶς ἀρετὲς λοιπόν, ὅταν ἀπὸ νέος τὶς ἐγκυµο-
β νεῖ κάποιος ποὺ ἔχει θεϊκὴ ψυχή, καὶ µόλις φτάσει ἡ ἡλικία
ποὺ ἐπιθυµεῖ νὰ τίκτῃ καὶ νὰ γεννήσῃ, νοµίζω ὅτι ἀρχίζει νὰ
περιφέρεται ἀναζητῶντας τὸ καλὸ µέσα στὸ ὁποῖο θὰ
γεννήσῃ· διότι µέσα στὸ ἄσχηµο οὐδέποτε θὰ γεννήσῃ. Κατὰ
τὴν κύηση λοιπόν, ἀποδέχεται τὰ ὡραῖα σώµατα περισ-
σότερο παρὰ τὰ ἄσχηµα, ἐὰν ὅµως µέσα σ᾿ αὐτὰ συµπτω-
µατικὰ ὑπάρχει ψυχὴ εὐγενικὴ καὶ γενναία καὶ εὐφυὴς, τότε
ἀποδέχεται πολὺ περισσότερο αὐτὸ τὸ συνδυασµὸ. Ἕνα
τέτοιο ἄνθρωπο, ἀµέσως τὸν ἐµπλουτίζει µὲ λόγια γιὰ τὴν
ἀρετὴ καὶ γύρω ἀπὸ τὸ πῶς πρέπει νὰ συµπεριφέρεται καὶ µὲ
γ τὶ νὰ ἀσχολεῖται ὁ ἀγαθὸς ἄνδρας, καὶ γενικὰ προσπαθεῖ νὰ
τὸν ἐκπαιδεύσῃ. Διότι νοµίζω, ὅταν ἔλθῃ σὲ ἐπαφή µὲ τὸ καλὸ
καὶ ὅταν τοῦ µιλάῃ, αὐτὰ ποὺ κυοῦσε ἀπὸ παλιὰ, τὰ τίκτει
καὶ τὰ γεννᾷ, καὶ τὰ σκέφτεται εἴτε εἶναι παρὼν εἴτε
                                                        
25. Τὶς ἀπόψεις αὐτὲς εἶχε ἐκφράσει στὸ λόγο του ὁ Φαῖδρος (κεφ. 7).


49
ἀπουσιάζει, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε τὸ διαµορφώνει
ἀπὸ κοινοῦ µ᾿ ἐκεῖνον. Ὥστε, αὐτοὶ διατηροῦν µεταξὺ τους
πολὺ µεγαλύτερη ἐπικοινωνία ἀπὸ τὴν παιδικὴ καὶ πολὺ πιὸ
σταθερὴ φιλία, διότι ἔχουν ἐνωθεῖ καὶ µὲ πιὸ ὄµορφα καὶ µὲ
πιὸ ἀθάνατα παιδιὰ. Καὶ ὁ καθένας, θὰ προτιµοῦσε νὰ ἔχῃ
γεννήσῃ τέτοια παιδιά, παρὰ ἀνθρώπινα. Κι ἂν ρίξῃς µιὰ µα-
δ τιὰ στὸν Ὅµηρο καὶ τὸν Ἡσίοδο καὶ τοὺς ἄλλους ἀγαθοὺς
ποιητές θὰ τοὺς ζηλέψῃς, γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ ἀφήνουν πίσω
τους, ἐπειδή, σὰν τέτοια ποὺ εἶναι, τοὺς παρέχουν ἀθάνατη
δόξα καὶ µνήµη. Ἂν θέλῃς πάλι, κοίταξε τὰ παιδιὰ ποὺ ἄφησε
ὁ Λυκοῦργος στὴ Σπάρτη καὶ στοὺς Σπαρτιᾶτες, γιὰ νὰ µὴν
πῶ σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Καὶ σὲ σᾶς ὅµως εἶναι τιµηµένος ὁ
Σόλωνας γιὰ τὴ γέννηση τῶν νόµων, ἀλλά καὶ πολλοὶ ἄλλοι
ε ἄνδρες σὲ πολλὰ µέρη τῆς Ἑλλάδας καὶ τῶν βαρβάρων, ἔχουν
ἀφήσει πολλὰ καὶ ὡραῖα ἔργα, ποὺ γέννησαν κάθε εἴδους
ἀρετή. Σ᾿ αὐτοὺς, ἤδη ἔχουν ἀφιερωθεῖ πολλὰ ἱερὰ ἐξ αἰτίας
αὐτῶν τῶν παιδιῶν, ἐνῶ γιὰ τὰ ἀνθρώπινα παιδιὰ τους,
κανένα µέχρι σήµερα.

ΚΕΦ. 28.


Σ᾿ αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἐρωτικὰ, Σωκράτη, ἴσως θὰ
210 µποροῦσες καὶ σὺ νὰ µυηθῇς. Τὰ τέλεια ὅµως καὶ ἐποπτικά
µυστήρια (δηλ. τὰ ἀνώτατα), ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ὑπάρχουν
καὶ αὐτὰ, δὲν γνωρίζω ἂν µπορέσῃς νὰ τὰ παρακολουθήσῃς,
ἂν κάποιος τὰ παρουσιάσῃ µὲ ἀκρίβεια, ἐγὼ ὅµως θὰ σοῦ τὰ
πῶ καὶ δὲν θὰ µοῦ λείψῃ ἡ προθυµία. Προσπάθησε λοιπὸν
ὅσο µπορεῖς νὰ παρακολουθήσῃς. Ὅποιος ἀκολουθεῖ τὴ
σωστὴ πορεία σχετικὰ µ᾿ αὐτὴ τὴ δραστηριότητα, ἐπιβάλλε-
ται νὰ ἀρχίσῃ ἀπ᾿ ὅταν εἶναι νέος νὰ πλησιάζῃ τὰ ὡραῖα
σώµατα καὶ, ἐὰν τὸν καθοδηγεῖ σωστά ὁ καθοδηγητὴς του,
θὰ πρέπει ἀρχικὰ νὰ ἐρωτευθῇ ἕνα σῶµα καὶ σ᾿ αὐτὸ νὰ
γεννᾷ ὡραίους λόγους καὶ στὴ συνέχεια, θὰ πρέπει ὁ ἴδιος νὰ
κατανοήσῃ, ὅτι τὸ κάλλος ὁποιουδήποτε σώµατος καὶ τὸ
κάλλος ποὺ ὑπάρχει σὲ κάποιο ἄλλο σῶµα, ἔχουν ἀδελφικὴ
β σχέση µεταξύ τους. Καὶ ἂν πρέπει νὰ ἐπιδιώκῃ τὸ ὡραῖο στὸ
σύνολό του, θὰ εἶναι µεγάλη ἀνοησία ἂν δὲν σκέφτεται ὅτι τὸ
κάλλος σὲ ὅλα τὰ σώµατα, εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτό. Ἀφοῦ
λοιπὸν τὸ κατανοήσει αὐτὸ, θὰ πρέπει νὰ γίνῃ ἐραστὴς ὅλων
τῶν ὡραίων σωµάτων, ἐνῶ τὴν ὀµορφιὰ τοῦ ἑνὸς σώµατος νὰ
τὴν θεωρήσῃ µικρῆς ἀξίας καὶ µὲ σφοδρό-τητα νὰ τὴν
ἀποβάλῃ καὶ νὰ τὴν περιφρονήσῃ. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτά, θὰ πρέπει
νὰ σκεφθῇ ὅτι τὸ κάλλος τῶν ψυχῶν ἔχει πολὺ µεγαλύτερη


50
ἀξία ἀπὸ τὸ κάλλος τῶν σωµάτων, ὁπότε, θὰ πρέπει νὰ
ἀρκεσθῇ καὶ νὰ ἐρωτευθῇ κάποιον ποὺ ἔχει ψυχικὴ ὀµορφιὰ
γ ἀκόµη καὶ ἂν ἔχῃ ἀσήµαντο σωµατικὸ κάλλος, καὶ νὰ τὸν
φροντίζῃ καὶ νὰ ἀναζητᾷ καὶ νὰ τίκτῃ τέτοιους λόγους ποὺ
βελτιώνουν τοὺς νέους, γιὰ νὰ ἀναγκασθῇ ἀκόµη νὰ
παρατηρήσῃ τὴν ὀµορφιὰ ποὺ ὑπάρχει στὰ ἐπιτηδεύµατα26
καὶ στοὺς νόµους καὶ νὰ ἀντιληφθῇ τὴν καθολικὴ συγγένειά
τους µὲ τὴν ψυχικὴ ὀµορφιά, ὥστε νὰ θεωρήσῃ ὅτι τὸ
σωµατικὰ ὡραῖο εἶναι ἀνάξιο λόγου. Μετὰ ἀπὸ τὰ
ἐπιτηδεύµατα νὰ ὁδηγηθῇ πρὸς τὶς ἐπιστῆµες, γιὰ νὰ ἀντι-
ληφθῇ τὸ κάλλος τῶν ἐπιστηµῶν, καὶ βλέποντας πρὸς τὴν ἀφ-
δ θονία τοῦ ὡραίου, νὰ µὴν ξαναενδιαφερθῇ γι᾿ αὐτὰ ποὺ
ὑπάρχουν στὸ ἕνα, ἀγαπῶντας τὸ κάλλος ἑνὸς µικροῦ παι-
διοῦ ἤ κάποιου ἀνθρώπου ἤ ἑνὸς ἐπιτηδεύµατος, ὅπως ὁ
ζητιάνος ποὺ εἶναι ἄθλιος καὶ µικροπρεπής, ἀλλὰ στρέφον-
τας καὶ ἀτενίζοντας πρὸς τὸ ἀπέραντο πέλαγος τοῦ ὡραίου
νὰ τίκτῃ λόγους ὡραίους καὶ µεγαλοπρεπεῖς καὶ σκέψεις µὲ
φιλοσοφικὸ περιεχόµενο. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σηµεῖο θὰ πρέπει νὰ
παραµείνῃ γιὰ νὰ δυναµώσῃ καὶ νὰ ὡριµάσῃ, µέχρι νὰ κα-
ταφέρῃ νὰ δῇ κάποια ἐπιστήµη ποὺ εἶναι µία καὶ µοναδική,
δηλαδὴ τὴν ἐπιστήµη ποὺ ἀναφέρεται σ᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ
ε ὡραῖο. Προσπάθησε ὅµως, ὅσο σοῦ εἶναι δυνατόν, νὰ δώσῃς
ἰδιαίτερη προσοχὴ στὸ συλλογισµὸ µου.

ΚΕΦ. 29.

Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ θὰ διαπαιδαγωγηθῇ στὰ
ἐρωτικὰ µυστήρια µέχρι αὐτὸ τὸ σηµεῖο, παρακολουθῶντας
διαδοχικὰ καὶ µὲ σωστὸ τρόπο τὰ ὡραῖα, ὅταν θὰ ἔχῃ φθάσῃ
ἤδη στὸ τέλος τῶν ἐρωτικῶν, ξαφνικὰ θὰ ἀντικρύσῃ κάτι
ἐκπληκτικὰ ὡραῖο ὡς πρὸς τὴν φύση, αὐτὸ ἀκριβῶς,
Σωκράτη, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου προηγήθηκαν καὶ ὅλες οἱ ἐπί-
211 πονες προσπάθειες, τὸ ὁποῖο κατ᾿ ἀρχὴν ὑπάρχει αἰώνια καὶ
οὔτε γίνεται οὔτε χάνεται, οὔτε αὐξάνεται οὔτε ἐλαττώνεται,
ἔπειτα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴ µιὰ ὡραῖο κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄσχηµο,
οὔτε ἄλλοτε µὲν εἶναι ὡραῖο καὶ ἄλλοτε ὄχι, οὔτε σὲ σχέση µὲ
τὸ ὡραῖο, οὔτε σὲ σχέση µὲ τὸ ἄσχηµο. Οὔτε ἀλλοῦ εἶναι
ὡραῖο κι ἀλλοῦ ἄσχηµο, οὔτε γιὰ κάποιους εἶναι ὡραῖο καὶ
γιὰ κάποιους ἄσχηµο, οὔτε πάλι τὸ ὡραῖο θὰ τοῦ φανῇ ὅτι
                                                        
26. Ἐπιτηδεύµα = συνήθεια, ἦθος, χαρακτήρας, ἀσχολία, ἐργασία, ἐπάγγελ-
µα, τρόπος ζωῆς, συµπεριφορά.


51
µοιάζει µὲ κάποιο πρόσωπο οὔτε µὲ χέρια οὔτε µὲ κανένα
ἄλλο ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔχει τὸ σῶµα, οὔτε σὰν κάποιος λόγος
οὔτε σὰν κάποια ἐπιστήµη, οὔτε σὰν κάτι ποὺ ὑπάρχει µέσα
σὲ ἄλλο, ὅπως γιὰ παράδειγµα µέσα σὲ ζῶο ἤ µέσα στὴ γῆ ἤ
β µέσα στὸν οὐρανὸ ἤ µέσα σὲ κάποιο ἄλλο, ἀλλὰ αὐτὸ καθ’
αὑτὸ µεθ’ αὑτοῦ27 µονοειδὲς, ποὺ ὑπάρχει αἰώνια· ἐνῶ ὅλα
τὰ ἄλλα ὡραῖα συµµετέχουν σ᾿ ἐκεῖνο µὲ ἕνα τέτοιο τρόπο,
ὥστε ὅταν τὰ ἄλλα γίνονται καὶ χάνονται, ἐκεῖνο νὰ µὴ
γίνεται καθόλου περισσότερο ἤ λιγότερο, οὔτε νὰ παθαίνῃ
τίποτα ἄλλο· κάποιος λοιπὸν ποὺ ξεκινᾷ ἀπ᾿ αὐτὰ γιὰ νὰ
ἀσκηθῇ µὲ τὸ σωστὸ τρόπο στὴν παιδεραστία, ὅταν ἀρχίσῃ
νὰ ἀντικρύζῃ ἐκεῖνο τὸ ὡραῖο, τότε σχεδὸν ἀγγίζει τὸ τέλειο.
Αὐτὸ σηµαίνει τὸ νὰ προσεγγίσῃ κάποιος µὲ τὸ σωστὸ τρόπο
γ τὰ ἐρωτικὰ ἤ νὰ ὁδηγηθῇ ἀπὸ ἄλλον· ἀρχίζοντας δηλαδὴ ἀπὸ
τὰ ἐδῶ ὡραῖα, πάντα νὰ ἐπανέρχεται ἐξ αἰτίας ἐκείνου τοῦ
ὡραίου, ἀκριβῶς σὰν νὰ χρησιµοποιῇ σκαλοπάτια, ἀπὸ τὸ
ἕνα στὰ δύο καὶ ἀπὸ τὰ δύο σὲ ὅλα τὰ ὡραῖα σώµατα, καὶ
ἀπὸ τὰ ὡραῖα σώµατα στὰ ὡραῖα ἐπιτηδεύµατα, καὶ ἀπὸ τὰ
ὡραῖα ἐπιτηδεύµατα στὰ ὡραῖα µαθήµατα, ὥσπου ἀπὸ τὰ
µαθήµατα νὰ καταλήξῃ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ µάθηµα, τὸ ὁποῖο δὲν
εἶναι µάθηµα κανενὸς ἄλλου ἐκτὸς ἐκείνου τοῦ ἴδιου τοῦ
ὡραίου, καὶ καταλήγοντας, νὰ γνωρίσῃ αὐτὸ ποὺ εἶναι πραγ-
δ µατικὰ ὡραῖο. Σ᾿ αὐτὴ τὴ στιγµὴ τῆς ζωῆς, ἀγαπητὲ φίλε
Σωκράτη, ὅσο σὲ καµµιὰ ἄλλη, ἀξίζει νὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος
γιὰ νὰ ἀντικρύσῃ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ὡραῖο, τὸ ὁποῖο ἐὰν τύχῃ
κάποτε νὰ τὸ δῇς, οὔτε σὰν τὸ χρυσάφι θὰ σοῦ φανῇ ὅτι εἶναι
οὔτε σὰν τὴ φορεσιὰ οὔτε σὰν τὰ ὡραῖα παιδιὰ καὶ τοὺς
νεαρούς, τοὺς ὁποίους βλέποντας τώρα ἔχεις µείνει ἔκπληκτος
καὶ εἶσαι ἕτοιµος καὶ σὺ καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ἂν ἦταν δυνατὸν,
οὔτε νὰ τρῶτε οὔτε νὰ πίνετε, ἀλλὰ µόνο νὰ τοὺς βλέπετε
καὶ νὰ εἶστε συνεχῶς ἀνάµεσά τους. ῾Εποµένως, τὶ θὰ σκεφτό-
µαστε, ἐὰν σὲ κάποιον δινόταν ἡ εὐκαιρία νὰ δῇ τὸ ὡραῖο µὲ
ε εὐκρίνεια, καθαρό, ἄµικτο, ὄχι ὅµως πλυµµηρισµένο µὲ
ἀνθρώπινες σάρκες καὶ χρώµατα καὶ ἄλλα παρόµοια θνητὰ
στολίδια, ἀλλὰ µποροῦσε νὰ δῇ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ θεϊκὸ ὡραῖο,
δηλαδὴ τὸ µ ο ν ο ε ι δ έ ς28 ; Μήπως νοµίζεις ὅτι γίνεται
                                                        
27. Ἄφησα τὸ ἀρχαῖο κείµενο ὅπως ἔχει, γιὰ νὰ ἀποδοθῇ µεγαλύτερη
ἔµφαση. Σηµαίνει, αὐτὸ ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο µὲ τὸν ἑαυτὸ του, τὸ µοναδικό.
28. Τὸ ἀπόλυτο ἕνα, τὸ ἰδανικό, αὐτὸ ποὺ δὲν ὑπάρχει ὅµοιό του.


52
ἄσχηµη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ βλέπει πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ
µάλιστα ἐκεῖνο πρὸς τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ προσηλώνεται καὶ
212 νὰ συνυπάρχῃ µὲ αὐτό; Ἤ µήπως δὲν θυµᾶσαι ὅτι µόνο ἐδῶ
ἐπιτρέπεται στὸ ὡραῖο νὰ γεννηθῇ, ἀπὸ ὅποιον τὸ βλέπει µ᾿
αὐτὸ ποὺ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ δῇ τὸ ὡραῖο (δηλαδὴ µὲ τὴν
ψυχή), µὲ τὸ νὰ τίκτῃ ὄχι εἴδωλα29 ἀρετῆς, διότι δὲν ἔχει
ἐπαφὴ µὲ εἴδωλα, ἀλλὰ ἀληθινὴ ἀρετή, ἐπειδὴ ἐφάπτεται µὲ
τὴν ἀλήθεια; Ἤ µήπως ξεχνᾶς ὅτι ἐκεῖνος ποὺ τίκτει καὶ
ἀνατρέφει ἀληθινὴ ἀρετὴ, ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ γίνῃ ἀγαπη-
τὸς στοὺς θεοὺς καὶ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο
ἀθάνατος30;
β Καὶ στὴ συνέχεια, ὁ Σωκράτης εἶπε: Αὐτὰ λοιπόν, ἀγαπητὲ
Φαῖδρε καὶ σεῖς οἱ ἄλλοι, εἶπε ἡ Διοτίµα κι ἐγὼ ἔχω πεισθεῖ·
καὶ ἐπειδὴ ἔχω πεισθεῖ, προσπαθῶ νὰ πείθω καὶ τοὺς ἄλλους,
ὅτι γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀθανασίας, ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν
θὰ βρῇ καλύτερο συνεργάτη ἀπὸ τὸν Ἔρωτα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ
λέω βέβαια ὅτι κάθε ἄνδρας ἐπιβάλλεται νὰ τιµᾷ τὸν Ἔρωτα,
κι ἐγὼ τιµῶ τὰ ἐρωτικὰ καὶ τὰ ἀσκῶ µὲ ἰδιαίτερη φροντίδα
ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους παρακινῶ· καὶ ὄχι µόνο τώρα, ἀλλὰ
πάντα ἐγκωµιάζω, ὅσο µπορῶ, τὴ δύναµη καὶ τὴν ἀνδρεία
γ τοῦ Ἔρωτα. Ἂν θέλῃς λοιπόν, ἀγαπητὲ Φαῖδρε, θεώρησε ὅτι
αὐτὸς ὁ λόγος ἔχει εἶπωθεῖ σὰν ἐγκώµιο γιὰ τὸν Ἔρωτα,
ἀλλοιῶς δῶσ᾿ του ὅποιο ὄνοµα σοῦ ἀρέσει.

ΚΕΦ. 30.

Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε αὐτὰ ὁ Σωκράτης, κάποιοι
ἄρχισαν νὰ τὸν ἐπαινοῦν, ἐνῶ ὁ Ἀριστοφάνης προσπάθησε
νὰ ἀναφερθῇ σὲ κάτι ποὺ σχολίασε σχετικὰ µὲ τὸ λόγο του, ὁ
Σωκράτης· ξαφνικὰ ὅµως, ἀκούστηκε δυνατὸς θόρυβος ἀπ᾿
τὴν πόρτα τῆς αὐλῆς, λὲς καὶ τὴ χτυποῦσαν µεθυσµένοι, καὶ ἡ
φωνὴ κάποιας αὐλητρίδας31. Τότε ὁ Ἀγάθωνας εἶπε: «Παιδιὰ
δ τὶ τὸ σκέφτεσθε; κοιτάξτε ποιοὶ εἶναι κι ἂν εἶναι κάποιος ἀπὸ
τοὺς γνωστοὺς, φωνάξτε τον· ἀλλοιῶς, πεῖτε τους ὅτι δὲν
πίνοµε, ἀλλὰ ὅτι ἀναπαυόµαστε». Καὶ µετὰ ἀπὸ λίγο,
ἀκούγεται στὴν αὐλὴ πολὺ δυνατὰ καὶ µεθυσµένα ἡ φωνὴ
                                                        
29. Ὁµοιώµατα, ψεύτικες εἰκόνες, ἀποµιµήσεις.
30. Στὸ σηµεῖο αὐτὸ, ὁλοκληρώθηκε ὁ διάλογος τοῦ Σωκράτη µὲ τὴ
Διοτίµα, καὶ συνεχίζεται κανονικὰ ἡ ἀφηγηµατικὴ ροὴ ἀπὸ τὸν Ἀπολ-
λόδωρο.
31. Οἱ αὐλητρίδες διασκέδαζαν τοὺς καλεσµένους παίζοντας αὐλό.


53
τοῦ Ἀλκιβιάδη, ὁ ὁποῖος ρωτοῦσε ποῦ εἶναι ὁ Ἀγάθωνας καὶ
ζητοῦσε νὰ τὸν πᾶνε στὸν Ἀγάθωνα. Ἀφοῦ πῆγε λοιπὸν
κοντὰ τους ὑποβασταζόµενος ἀπὸ τὴν αὐλητρίδα καὶ µε-
ρικοὺς ἀπὸ τοὺς ἀκολούθους του, καὶ ἀφοῦ στάθηκε µπρο-
ε στὰ στὴν πόρτα στεφανωµένος µὲ ἕνα πυκνὸ στεφάνι ἀπὸ
κισσὸ καὶ µενεξέδες, καὶ µὲ πάρα πολλὲς κορδέλλες στὸ
κεφάλι, εἶπε:
Γειὰ σας λεβέντες· θὰ δεχθεῖτε γιὰ συµπότη ἄνδρα πολὺ
µεθυσµένο ἤ θὰ φύγωµε στεφανώνοτας µόνο τὸν Ἀγάθωνα,
ἀφοῦ γι᾿ αὐτὸ ἤρθαµε; γιατὶ ἐγὼ ὅπως ἤµουνα χθές, εἶπε, δὲν
µπόρεσα νὰ ἔρθω, ἀλλὰ φθάνω τώρα ἔχοντας τὶς κορδέλλες
στὸ κεφάλι µου, καὶ ἀπὸ τὸ κεφάλι µου, ἄς τὸ πῶ κάπως ἔτσι,
νὰ τὶς ξαναδέσω στὸ κεφάλι τοῦ πιὸ σοφοῦ καὶ πιὸ ὡραίου·
µήπως µὲ κοροϊδεύετε ἐπειδὴ εἶµαι µεθυσµένος; ὅµως, ἀκόµη
213 κι ἂν ἐσεῖς γελᾶτε, ἐγὼ ξέρω ὅτι λέω τὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ
πεῖτε µου ἀπ᾿ αὐτοῦ ποὺ κάθεστε, νὰ µπῶ ἤ ὄχι; Θὰ πιεῖτε
µαζὶ µου ἤ ὄχι;
Ὅλοι τότε ἄρχισαν νὰ τοῦ φωνάζουν νὰ µπῇ καὶ νὰ
ξαπλώσῃ, καὶ ἰδιαίτερα ὁ Ἀγάθωνας. Καθὼς τὸν πήγαιναν
ὅµως οἱ ἄνθρωποί του, κι αὐτὸς προχωροῦσε ξετυλίγοντας
συγχρόνως τὶς κορδέλλες γιὰ νὰ τὶς ξαναδέσῃ, τὶς εἶχε µπρο-
στὰ στὰ µάτια του καὶ δὲν πρόσεξε τὸν Σωκράτη, ἀλλὰ κάθι-
σε δίπλα στὸν Ἀγάθωνα, δηλαδὴ ἀνάµεσα στὸ Σωκράτη καὶ
β τὸν Ἀγάθωνα· διότι ὁ Σωκράτης τραβήχτηκε πιὸ πέρα γιὰ νὰ
καθίσῃ κι ἐκεῖνος. Ἀφοῦ κάθισε λοιπόν, φιλάει τὸν Ἀγάθωνα
καὶ τὸν στεφανώνει. Τότε ὁ Ἀγάθωνας εἶπε στοὺς ὑπηρέτες:
Λῦστε παιδιὰ τὰ σανδάλια τοῦ Ἀλκιβιάδη, γιὰ νὰ ξαπλώσῃ
κι αὐτὸς τρίτος ἀνάµεσά µας. Ὑπέροχα λοιπόν, εἶπε ὁ
Ἀλκιβιάδης· ἀλλὰ ποιὸς εἶναι ὁ τρίτος µας συµπότης; καὶ
καθὼς γύριζε πρὸς τὰ πίσω συγχρόνως βλέπει τὸν Σωκράτη·
ὅταν τὸν εἶδε, πέταξε ἀπὸ τὴ χαρὰ του καὶ εἶπε:
Ὦ Ἡρακλῆ!! τὶ ἦταν αὐτό; Ὁ Σωκράτης εἶν᾿ αὐτός; Φαίνεται
πὼς µὲ παραµόνευες πάλι ξαπλωµένος ἐδῶ, γιὰ νὰ ἐµφανι-
γ σθῇς ξαφνικὰ, ὅπως τὸ συνηθίζεις, ἐκεῖ ποὺ δὲν θὰ µποροῦσα
νὰ φανταστῶ ὅτι βρίσκεσαι. Ἀλλὰ γιατὶ ἦρθες; Καὶ γιατὶ
τέλος πάντων ξάπλωσες ἐδῶ, καὶ ὄχι κοντὰ στὸν Ἀριστοφάνη
ἤ ἂν ὑπάρχῃ κάποιος ἄσχηµος ποὺ νὰ σὲ θέλῃ κοντὰ του,
ἀλλὰ σοφίστηκες νὰ ξαπλώσῃς δίπλα στὸ πιὸ ὄµορφο ἀπ᾿
αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἐδῶ;


54
Καὶ ὁ Σωκράτης εἶπε· κοίταξε νὰ µὲ προστατεύσῃς, Ἀγά-
θωνα· διότι ὁ ἔρωτας αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι κάτι
ἀσήµαντο γιὰ µένα. Ἀπὸ τὴ στιγµὴ ποὺ τὸν ἐρωτεύθηκα, κα-
δ θόλου δὲν µοῦ ἐπιτρέπεται οὔτε νὰ κοιτάξω οὔτε νὰ συζητή-
σω µὲ κανένα ὡραῖο, ἀλλὰ αὐτὸς µὲ ζήλεια καὶ φθόνο
δηµιουργεῖ ἀπίθανες σκηνὲς καὶ βρίζει καὶ λίγο ἔλλειψε νὰ
σηκώσῃ τὰ χέρια νὰ µὲ χτυπήσῃ. Κοίταξε λοιπὸν µήπως καὶ
τώρα δηµιουργήσει κάτι, καὶ προσπάθησε νὰ µᾶς συµφιλιώ-
σῃς, διαφορετικὰ ἂν προσπαθήσῃ νὰ χρησιµοποιήσῃ βία
φρόντισε νὰ µὲ προστατεύσῃς, ἐπειδὴ τὴ µανία καὶ τὴν ἀγάπη
του πάρα πολὺ τὴ φοβᾶµαι.
Ἡ συµφιλίωση µεταξὺ ἐµένα καὶ σένα εἶναι ἀδύνατη, εἶπε ὁ
Ἀλκιβιάδης. Ἀλλὰ γι᾿ αὐτὰ, θὰ σ᾿ ἐκδικηθῶ ἀργότερα· τώρα
ε ὅµως, Ἀγάθωνα, δῶσέ µου µερικὲς κορδέλλες, γιὰ νὰ τὶς δέσω
σ᾿ αὐτὸ ἐδῶ τὸ θαυµαστὸ κεφάλι του, γιὰ νὰ µὴ µοῦ παραπο-
νιέται ὅτι στεφάνωσα ἐσένα, ἐνῶ ἐκεῖνον ποὺ νικᾷ στοὺς
λόγους ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὄχι µόνο µιὰ φορὰ ὅπως ἐσύ,
ἀλλὰ πάντοτε, δὲν τὸν στεφάνωσα. Καὶ παίρνοντας ἀµέσως
τὶς κορδέλλες, στεφάνωσε τὸν Σωκράτη καὶ ξάπλωσε.

ΚΕΦ. 31.
 
Μόλις ξάπλωσε λοιπόν, εἶπε· καλὰ ὅλ᾿ αὐτά, λε-
βέντες µου, ἀλλὰ µοῦ φαίνεται ὅτι εἶστε νηφάλιοι κι αὐτὸ δὲν
ἐπιτρέπεται σ᾿ ἐσᾶς, ἀλλὰ πρέπει νὰ πιοῦµε· ἐξ ἄλλου ἔτσι
συµφωνήσαµε. Ἐκλέγω λοιπὸν ἀρχηγὸ τοῦ πιοτοῦ τὸν ἑαυτὸ
µου, µέχρι νὰ πιῆτε καὶ σεῖς ἀρκετά. Ἂν ὑπάρχῃ, Ἀγάθωνα,
κάποιο µεγάλο κύπελλο, ἄς τὸ φέρουν. Ἤ µᾶλλον δὲν χρειά-
ζεται, εἶπε, ὅταν εἶδε ἕνα κρυωτήρι ποὺ χωροῦσε γύρω στὰ
δύο κιλά, καὶ φώναξε τὸν ὑπηρέτη νὰ τὸ φέρῃ. Μόλις γέµισαν
214 τὸ κρυωτήρι, πρῶτος τὸ ἤπιε ὅλο ὁ Ἀλκιβιάδης καὶ ἀφοῦ
ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸ ξαναγεµίσουν γιὰ τὸν Σωκράτη, εἶπε:
Σχετικὰ µὲ τὸν Σωκράτη, λεβέντες µου, τὸ τέχνασµά µου δὲν
ἔχει κανένα νόηµα. Γιατὶ ὅσο κρασὶ κι ἂν δώσετε ἐντολὴ νὰ
τοῦ φέρουν, θὰ τὸ πιῇ ὅλο καὶ µάλιστα δὲν πρόκειται νὰ
µεθύσῃ. Καὶ ἀφοῦ τὸ παιδὶ γέµισε τὸ κρυωτήρι, ὁ Σωκράτης
ἄρχισε νὰ πίνῃ.
Τότε ὁ Ἐρυξίµαχος εἶπε: Τὶ εἶν᾿ αὐτὰ ποὺ κάνοµε Ἀλκιβιά-
β δη; Ἔτσι θὰ πίνωµε χωρὶς νὰ συζητᾶµε οὔτε νὰ τραγουδᾶµε
κάτι καὶ µάλιστα χωρὶς κανόνες, ὅπως κάνουν οἱ διψα-
σµένοι; Καὶ ὁ Ἀλκιβιάδης εἶπε: Χαῖρε ἄριστε Ἐρυξίµαχε, ἀπὸ
πατέρα ἄριστο καὶ σωφρονέστατο. Χαῖρε καὶ σύ, εἶπε ὁ
Ἐρυξίµαχος, ἀλλὰ τὶ θὰ κάνωµε; Ὅ,τι πεῖς ἐσύ, Ἐρυξίµαχε· ἐξ


55
ἄλλου πρέπει νὰ ὑπακούσωµε σ᾿ ἐσένα· δ ι ό τ ι ἕ ν α ς
γ ι α τ ρ ὸ ς ἀ ξ ί ζ ε ι γ ι ά π ο λ λ ο ὺ ς ἄ ν δ ρ ε ς ·
ζήτησε λοιπὸν ὅ,τι σ᾿ ἀρέσει.
Ἄκουσε ἑποµένως, εἶπε ὁ Ἐρυξίµαχος. Πρὶν ἔρθεις ἐσύ,
ἀποφασίσαµε νὰ πῇ ὁ καθένας µὲ τὴ σειρὰ του πρὸς τὰ δεξιὰ
κάποιο λόγο γιὰ τὸν Ἔρωτα καὶ νὰ τὸν ἐγκωµιάσῃ ὅσο µπο-
γ ροῦσε καλύτερα. Ὅλοι ἐµεῖς λοιπόν, ἔχοµε µιλήσει· ἐσὺ ὅµως
ἐπειδὴ ἔχεις πιεῖ ἀλλὰ δὲν ἔχεις µιλήσει, εἶναι δίκαιο πρῶτα
νὰ µιλήσῃς καὶ στὴ συνέχεια νὰ προστάξῃς στὸ Σωκράτη ὅτι
θέλεις, καὶ αὐτὸς στὸν ἑπόµενο ἀπὸ δεξιὰ κι ἔτσι νὰ κάνουν
κι οἱ ὑπόλοιποι.
Καλὰ τὰ λὲς Ἐρυξίµαχε, εἶπε ὁ Ἀλκιβιάδης, ἀλλὰ δὲν θὰ
ὑπάρχει καθόλου ἰσότητα ἂν συγκριθοῦν οἱ λόγοι ἑνὸς µεθυ-
σµένου µὲ τοὺς λόγους τῶν νηφάλιων. Ἀλλὰ µήπως σὲ ἔπεισε
ὁ Σωκράτης µ᾿ αὐτὰ ποὺ εἶπε πρὶν λίγο; Ἤ δὲν καταλαβαίνεις
δ ὅτι συµβαίνουν τὰ ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔλεγε;
Γιατί, ἂν τύχῃ κι ἐπαινέσω κάποιον ἄλλο ὅταν αὐτὸς εἶναι
παρὼν, εἴτε θεὸ εἴτε ἄνθρωπο καὶ ὄχι τὸν ἴδιο, εἶναι ἱκανὸς
νὰ σηκώσῃ χέρι πάνω µου.
Δὲν θὰ σοβαρευτῇς πιά; εἶπε ὁ Σωκράτης. Μὰ τὸν
Ποσειδῶνα, εἶπε ὁ Ἀλκιβιάδης, τίποτα µὴ λές γι᾿ αὐτά, διότι
κανέναν ἄλλο δὲν πρόκειται νὰ ἐπαινέσω ἐγὼ µπροστὰ σου.
Ἀφοῦ τὸ θέλεις, εἶπε ὁ Ἐρυξίµαχος, κάνε το ἔτσι· ἐπαίνεσε
ε τὸν Σωκράτη. Πῶς τὸ ἐννοεῖς αὐτό; εἶπε ὁ Ἀλκιβιάδης· σοῦ
φαίνεται ὅτι πρέπει Ἐρυξίµαχε; ἤ νὰ τοῦ ἐπιτεθῶ καὶ νὰ τὸν
τιµωρήσω µπροστὰ σας;
Ἔ! τὶ ἔχεις στὸ νοῦ σου ἐσύ; εἶπε ὁ Σωκράτης· θὰ µὲ
γελοιοποιήσῃς µὲ τὸν ἔπαινό σου, ἤ σκέφτεσαι νὰ κάνῃς κάτι
ἄλλο; Θὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, εἶπε ὁ Ἀλκιβιάδης· ἀλλὰ πρόσεξε,
µήπως ἔχεις ἀντίρρηση. Γιὰ τὴν ἀλήθεια ὄχι µόνο δὲν ἔχω
ἀντίρρηση, εἶπε ὁ Σωκράτης, ἀλλὰ καὶ σὲ προτρέπω νὰ τὴν
πῇς.
Δὲν θὰ καθυστερήσω, εἶπε ὁ Ἀλκιβιάδης, ἀλλὰ κάνε αὐτὸ
ποὺ θὰ σοῦ πῶ. Ἂν λέω κάτι ποὺ δὲν εἶναι ἀλήθεια, κάνε
παρέµβαση ἂν θέλῃς καὶ πὲς ὅτι σὲ τοῦτο ψεύδοµαι· διότι µὲ
215 τὴ θέλησή µου δὲν θὰ πῶ ψέµµατα. Ἂν ὅµως δὲν τὰ θυµᾶµαι
µὲ τὴ σειρὰ καὶ τὰ λέω ἀνακατωµένα, καθόλου µὴν ἐκπλα-
γεῖς· γιατὶ δὲν εἶναι καὶ τόσο εὔκολο, στὴν κατάσταση ποὺ
βρίσκοµαι, νὰ ἀπαριθµήσω µὲ τὴ σειρὰ τὶς παραξενιὲς σου.


56
Ὁ λόγος τοῦ Ἀλκιβιάδη, ἐγκώµιο γιὰ τὸν Σωκράτη

ΚΕΦ. 32.

Ἔτσι θὰ ἐπιχειρήσω ἐγὼ, λεβέντες µου, νὰ ἐπαι-
νέσω τὸν Σωκράτη, µὲ εἰκόνες. Καὶ ἴσως αὐτὸς νὰ ὑποθέσῃ
ὅτι θέλω νὰ τὸν γελοιοποιήσω, ἀλλὰ ἡ ἀπεικόνιση θὰ γίνῃ ἐξ
αἰτίας τῆς ἀλήθειας καὶ ὄχι τῆς γελοιοποίησης. Λέω λοιπόν,
ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁλόϊδιος µ᾿ ἐκείνους τοὺς σειληνοὺς32 ποὺ
ἔχουν στηµένους στὰ ἐργαστήρια µαρµαρογλυπτικῆς, µερι-
β κοὺς ἀπὸ τοὺς ὁποίους οἱ τεχνίτες τοὺς ἐµφανίζουν νὰ κρα-
τᾶνε σύριγγες33 ἤ αὐλούς, ποὺ ὅταν τοὺς ἀνοίξῃς φαίνονται
τὰ ἀγάλµατα τῶν θεῶν ποὺ ἔχουν µέσα τους. Καὶ ὑποστηρίζω
ἐπίσης ὅτι αὐτὸς µοιάζει µὲ τὸν σάτυρο τὸν Μαρσύα34. Οὔτε
σὺ δὲν µπορεῖς νὰ τὸ ἀµφισβητήσῃς, Σωκράτη, ὅτι µοιάζεις µ᾿
αὐτοὺς στὴν ἐξωτερικὴ ἐµφάνιση. Τὸ ὅτι τοὺς µοιάζεις ὅµως
καὶ στ᾿ ἄλλα, ἄκουσε αὐτὰ ποὺ θὰ πῶ παρακάτω. Προσβά-
λεις τοὺς ἄλλους, ἤ ὄχι; γιατὶ ἂν δὲν τὸ ὁµολογήσῃς, θὰ σοῦ
φέρω µάρτυρες. Ἀλλὰ µήπως δὲν εἶσαι αὐλητής; Κι ἀπὸ
᾿κεῖνον µάλιστα πολὺ πιὸ θαυµάσιος· αὐτὸς βέβαια γοήτευε
γ τοὺς ἀνθρώπους µὲ ὄργανα καὶ µὲ τὴ δύναµη τοῦ στόµατος,
ἀλλὰ τοὺς γοητεύει καὶ ὅποιος µέχρι σήµερα παίζει µὲ τὸν
αὐλὸ τὰ τραγούδια του· κι αὐτὰ ποὺ ἔπαιζε στὸν αὐλὸ του ὁ
Ὄλυµπος35, λέω ὅτι ἦταν τοῦ Μαρσύα, γιατὶ αὐτὸς τοῦ τὰ
δίδαξε. Ἐκείνου λοιπὸν τὰ τραγούδια, εἴτε ἐπιδέξιος αὐλητὴς
τὰ παίζει µὲ τὸν αὐλὸ του εἴτε κάποια ἀδέξια αὐλητρίδα, ἀπὸ
µόνα τους ἀποκαλύπτουν αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη νὰ
γνωρίσουν τοὺς θεοὺς καὶ τὶς µυστηριακὲς τελετουργίες, ἐπει-
δὴ εἶναι θεϊκά· τόση εἶναι µόνο ἡ διαφορὰ σου ἀπ᾿ αὐτὸν, ὅτι
ἐσὺ χωρὶς ὄργανα ἀλλὰ µὲ ἁπλὰ λόγια, κάνεις ἀκριβῶς τὸ
δ ἴδιο. Δηλαδή, ἐµεῖς ὅταν ἀκοῦµε κάποιον ἄλλο νὰ µιλᾷ, γιὰ
παράδειγµα, ἀκόµη κι ἂν εἶναι ἱκανὸς ρήτορας, κανένα δὲν
                                                        
32. Ὁ Σειληνὸς ἦταν ἀχώριστος φίλος Βάκχου καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν
προφητικὴ του δύναµη. Σειληνοὺς ἔλεγαν καὶ τὰ ξύλινα κουτιὰ µὲ τὸ
ὁµοίωµα τοῦ σειληνοῦ, ποὺ χρησίµευαν σὰν θῆκες, µέσα στὶς ὁποῖες οἱ
γλύπτες ἔκλειναν πολύτιµα ἀγάλµατα γιὰ προφύλαξη.
33. Ἀρχαῖο πνευστὸ ὄργανο ποὺ χρησιµοποιοῦσαν οἱ βοσκοὶ καὶ οἱ κυνη-
γοί, ἀποτελούµενο ἀπὸ µιὰ σειρὰ καλάµια µὲ διαφορετικὸ µῆκος.
34. Ὁ Μαρσύας ἦταν σάτυρος, ποὺ φηµηζόταν γιὰ τὴν ἐπιδεξιότητά του
στὸν αὐλό. Σὲ διαγωνισµὸ µουσικῆς ποὺ ἔγινε παρουσία τῶν Μουσῶν,
νικήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα.
35. Ὁ Ὄλυµπος ἦταν διάσηµος αὐλητής, µαθητὴς τοῦ Μαρσύα.


57
ἐνδιαφέρει· ὅταν ὅµως κάποιος ἀκούῃ ἐσένα ἤ κάποιον ἄλλο
ποὺ διηγεῖται τοὺς λόγους σου, ἀκόµη κι ἂν εἶναι ἀσήµαντος
αὐτὸς ποὺ τὰ λέει, εἴτε γυναίκα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἀκούῃ εἴτε
ἄνδρας εἴτε ἔφηβος, µένοµε ἔκπληκτοι καὶ γινόµαστε κτῆµά
του. Κι ἂν δὲν ἐπρόκειτο, λεβέντες µου, νὰ θεωρηθῶ ἐντελῶς
µεθυσµένος, θὰ σᾶς ἔλεγα παίρνοντας ὅρκο, τὶ ἀκριβῶς ἔχω
πάθει ὁ ἴδιος ἀπὸ τοὺς λόγους του καὶ τὶ παθαίνω ἀκόµη καὶ
ε τώρα. Διότι ὅταν ἀκούω τοὺς λόγους του, ἡ καρδιὰ µου
χοροπηδᾷ καὶ τρέχουν δάκρυα ἀπ᾿ τὰ µάτια µου, πολὺ περισ-
σότερο ἀπ᾿ τοὺς κορύβαντες36. Ἀλλὰ βλέπω ὅτι καὶ πάρα
πολλοὶ ἄλλοι παθαίνουν τὰ ἴδια. Ὅταν ἄκουγα ὅµως τὸν
Περικλῆ καὶ ἄλλους ἱκανοὺς ρήτορες, θεωροῦσα µὲν ὅτι τὰ
λένε καλά, ἀλλὰ τίποτα παρόµοιο δὲν πάθαινα, οὔτε
ταραζόταν ἡ ψυχὴ µου, οὔτε ἀγανακτοῦσε σὰν νὰ ἤµουν αἰχ-
µάλωτος· ἀπὸ τοῦτον ἐδῶ ὅµως τὸν Μαρσύα πολλὲς φορὲς
216 ἔνιωσα ἔτσι, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ µὴν θέλω νὰ ζῶ στὴν κατά-
σταση ποὺ βρισκόµουνα. Καὶ αὐτά, Σωκράτη, δὲν θὰ πῇς ὅτι
δὲν εἶναι ἀλήθεια· βέβαια ἀκόµη καὶ τώρα νιώθω µέσα µου,
ὅτι καὶ ἐθελοντικὰ νὰ παραχωρήσω τὰ αὐτιὰ µου, δὲν θὰ
ἀντέξω, ἀλλὰ πάλι θὰ πάθω τὰ ἴδια· γιατὶ µὲ ἀναγκάζει νὰ
ὁµολογῶ, ὅτι ἐνῶ ὁ ἴδιος ἔχω ἀκόµη πολλὲς ἐλλείψεις καὶ
παραµελῶ αὐτὰ ποὺ µὲ ἀφοροῦν, ἐν τούτοις ἐνδιαφέροµαι
γιὰ τοὺς Ἀθηναίους. Μὲ τὸ ζόρι, λοιπόν, κλείνω τ᾿ αὐτιὰ καὶ
τὸν ἀποφεύγω ὅπως ἔκαναν µὲ τὶς Σειρῆνες, γιὰ νὰ µὴν
καθήσω καὶ γεράσω κοντὰ του. Καὶ µόνο µπροστὰ σ᾿ αὐτὸν
ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους, ἔχω πάθει αὐτὸ ποὺ δὲν θὰ φανταζόταν
κάποιος ὅτι ὑπάρχει µέσα µου, τὸ νὰ ντρέπωµαι δηλαδὴ κά-
β ποιον. Ἐγὼ λοιπόν, µόνο αὐτὸν ντρέποµαι. Διότι συνειδητὰ
δὲν ἔχω τὴ δύναµη νὰ τοῦ φέρω ἀντίρρηση, ὅτι δὲν πρέπει νὰ
κάνω αὐτὰ ποὺ µοῦ ζητᾷ, ὅταν φεύγω ὅµως ἀπὸ κοντὰ του,
ὑποκύπτω καὶ πάλι στὶς τιµὲς ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ
πλῆθος. Τὸν ἐγκαταλείπω λοιπὸν καὶ φεύγω, ἀλλὰ ὅταν τὸν
ξαναδῶ, ντρέποµαι γι᾿ αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶχα ὑποσχεθεῖ. Καὶ
πολλὲς φορὲς, µὲ εὐχαρίστηση θὰ ἔβλεπα νὰ µὴν ὑπάρχει αὐ-
γ τὸς ἀνάµεσα στοὺς ἀνθρώπους· ἂν ὅµως συµβῇ αὐτό, ξέρω
καλὰ ὅτι πολὺ περισσότερο θὰ λυπηθῶ, µὲ ἀποτέλεσµα, νὰ
µὴν ξέρω τελικὰ τὶ πρέπει νὰ κάνω µ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο.
                                                        
36. Οἱ κορύβαντες ἦταν ἱερεῖς τῆς Κυβέλης. Χορεύοντας µὲ τὴν ἐπίδραση
πνευστῶν καὶ κρουστῶν ὀργάνων, ἔπεφταν σὲ ἔκσταση.


58
ΚΕΦ. 33.
Ἀπὸ τὰ τραγούδια τῶν αὐλῶν αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ
σάτυρου37, λοιπόν, τόσο ἐγὼ ὅσο καὶ πολλοὶ ἄλλοι αὐτὰ
ἔχοµε πάθει· ἀκοῦστε ὅµως ἀπὸ µένα καὶ τὰ παρακάτω
γιὰ τὴν ὁµοιότητὰ του µ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὸν παρωµοίασα, ἀλλὰ
καὶ γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ δύναµη ποὺ ἔχει. Μάθετέ το καλὰ,
λοιπόν, ὅτι κανεὶς ἀπὸ σᾶς δὲν τὸν γνωρίζει· ἐγὼ ὅµως θὰ σᾶς
δ τὸν ἀποκαλύψω, ἐπειδὴ ἔτσι κι ἀλλοιῶς ἔχω ἀρχίσει. Βλέπετε
φυσικά, ὅτι ὁ Σωκράτης δείχνει ἐρωτικὴ διάθεση γιὰ τοὺς
καλοὺς καὶ πάντα τριγυρίζει δίπλα τους καὶ µένει ἔκπληκτος,
καὶ συγχρόνως δείχνει µὲ τὴ συµπεριφορὰ του ὅτι ὅλα τὰ
ἀγνοεῖ καὶ τίποτα δὲν ξέρει. Αὐτὴ ἡ συµπεριφορὰ δὲ µοιάζει
µὲ σειληνοῦ; ὑπερβολικὰ µάλιστα. Γιατὶ αὐτὸς ἔτσι δείχνει
τοὐλάχιστον ἐξωτερικὰ, ὅπως ἀκριβῶς ὁ σκαλισµένος
σειληνός· ὅταν ὅµως ἀνοιχθῇ ἐσωτερικά, ἀγαπητοὶ µου συµ-
πότες, φαντάζεστε µὲ πόση σωφροσύνη εἶναι γεµᾶτος; Μάθε-
τε ὅτι καθόλου δὲν τὸν ἐνδιαφέρει οὔτε ἂν κάποιος εἶναι
ὡραῖος, ἀλλὰ τὸν περιφρονεῖ τόσο πολὺ ὅσο κανένας δὲν θὰ
ε µποροῦσε νὰ τὸ φαντασθῇ, οὔτε ἂν κάποιος εἶναι πλούσιος,
οὔτε ἂν ἔχῃ κάποια ἄλλη ἀξία ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ θαυµάζει ὁ
πολὺς κόσµος· ὅλα αὐτὰ τὰ πλεονεκτήµατα τὰ θεωρεῖ χωρὶς
καµµιὰ ἀξία καὶ ὅτι δὲν εἶναι τίποτα γιὰ µᾶς, ὅπως σᾶς λέω,
ἀλλὰ περνάει ὅλη του τὴ ζωὴ εἰρωνευόµενος καὶ παίζοντας µὲ
τοὺς ἀνθρώπους. Ὅποιος τὸν µελετήσει ὅµως καὶ τὸν
ἀναλύσει ἐσωτερικά, δὲν γνωρίζω ἂν ἔχῃ ξαναδεῖ ἄλλος τὰ
ἀγάλµατα ποὺ κρύβει µέσα του· ἐγὼ ὅµως τὰ εἶδα κάποτε, καὶ
µοῦ φάνηκαν ὅτι εἶναι τόσο θεϊκὰ καὶ χρυσὰ καὶ πανέµορφα
217 καὶ θαυµαστά, ὥστε θεώρησα ὅτι πολὺ σύντοµα θὰ πρέπει νὰ
κάνω ὅτι µοῦ ζητήσει ὁ Σωκράτης. Νοµίζοντας λοιπὸν ὅτι
ἔχει ἀσχοληθεῖ µὲ τὴν ὀµορφιὰ µου σκέφτηκα ὅτι εἶναι θεῖο
δῶρο καὶ ἐξαιρετικὴ τύχη γιὰ µένα, ποὺ θὰ µποροῦσα, µὲ τὸ
νὰ παραδοθῶ στό Σωκράτη, ν᾿ ἀκούσω ὅλα ὅσα ἔλεγε αὐτός·
γιατὶ θεωροῦσα τὴν ὀµορφιὰ µου σὰν κάτι τὸ ἐξαιρετικό.
Ὅταν σκέφθηκα λοιπὸν αὐτά, ἐνῶ προηγου µένως δὲν συνή-
θιζα νὰ συναντιέµαι µόνος µαζὶ του, χωρὶς ἀκόλουθο, τότε
ἄρχισα νὰ συναντιέµαι µόνος, διώχνοντας τὸν ἀκόλουθο. Σ᾿
β ἐσᾶς πρέπει νὰ πῶ ὅλη τὴν ἀλήθεια. Ἀλλὰ ἔχετε τὸ νοῦ σας,
καὶ ἂν πῶ ψέµµατα, Σωκράτη, νὰ µὲ ἐλέγξῃς. Μόνος
                                                        
37. Οἱ σάτυροι ἦταν κατώτερες θεότητες τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς µυθολο-
γίας, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴ συνοδεία τοῦ θεοῦ Διόνυσου.


59
συναντιόµουνα δηλαδή, λεβέντες µου, µὲ τὸν Σωκράτη, καὶ
νόµιζα ὅτι σύντοµα θ᾿ ἄρχιζε νὰ µοῦ λέῃ ἀκριβῶς αὐτὰ ποὺ
λέει ὁ ἐραστὴς στὰ παιδιὰ ὅταν εἶναι µόνοι τους, καὶ
χαιρόµουν. Ὅµως, τίποτα ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν συνέβαινε, ἀλλὰ ὅπως
κάνει συνήθως, ἀφοῦ µοῦ συζητοῦσε καὶ περνοῦσε µαζὶ µου
ὅλη τὴν ἡµέρα, σηκωνόταν κι ἔφευγε. Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὰ τὸν
προκαλοῦσα νὰ γυµναστοῦµε καὶ γυµναζόµουν µαζὶ του, πι-
γ στεύοντας ὅτι ἐδῶ κάτι θὰ καταφέρω. Πολλὲς φορὲς µάλιστα,
γυµναζόταν καὶ πάλευε µαζὶ µου χωρὶς νὰ εἶναι κανένας
παρών· καὶ τὶ νὰ σᾶς πῶ; τίποτα περισσότερο δὲν συνέβη µ᾿
ἐµένα. Ἐπειδὴ ὅµως µ᾿ αὐτὴ τὴν τακτικὴ δὲν κατάφερνα
τίποτα, σκέφθηκα νὰ πέσω πάνω του ὅσο γίνεται πιὸ δυνατὰ
καὶ ἀφοῦ θὰ τὸ εἶχα ἐπιχειρήσῃ, νὰ µὴν ὑποχωρήσω µέχρι νὰ
µάθω τελικὰ ποῦ θὰ πάῃ ἡ κατάσταση. Τὸν προσκάλεσα
λοιπὸν νὰ δειπνήσωµε µαζί, µὲ πονηρὲς προθέσεις, ὅπως
κάνει ὁ ἐραστὴς µὲ τὰ παιδιά. Κι αὐτὸ ὅµως δὲν τὸ δέχθηκε
δ ἀµέσως, ἀλλὰ µετὰ ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό. Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ
ἦρθε λοιπόν, µετὰ ποὺ δείπνησε ἤθελε νὰ φύγῃ. Κι ἐγὼ ἐπειδὴ
ντρεπόµουνα τὸν ἄφησα. Τὴν ἑπόµενη φορὰ ὅµως, ἀφοῦ εἶχε
τελειώσει τὸ δεῖπνο, µὲ πονηριὰ συνέχιζα τὴ συζήτηση ὅλη τὴ
νύχτα, καὶ ἐνῶ ἤθελε νὰ φύγῃ, προφασιζόµενος ὅτι εἶναι
πολὺ ἀργά, τὸν ὑποχρέωσα νὰ µείνῃ. Ξάπλωσε λοιπὸν στὸ
διπλανὸ µου κρεββάτι, σ᾿ αὐτὸ ποὺ καθόταν ὅταν δειπνοῦσε,
καὶ κανένας ἄλλος δὲν κοιµότανε στὸ δωµάτιο ἐκτὸς ἀπὸ µᾶς.
Μέχρι αὐτὸ τὸ σηµεῖο
ε λοιπόν, ὁ λόγος µου θὰ ἦταν καλὸ νὰ λέγεται καὶ γιὰ
ὁποιονδήποτε ἄλλο. Τὰ παρακάτω ὅµως δὲν θὰ µὲ ἀκούγατε
νὰ τὰ λέω, πρῶτον ἂν δὲν ἦταν ἀλήθεια, αὐτὸ ποὺ λέει ἡ
παροιµία γιὰ τὸ κρασὶ (εἴτε µὲ παιδιὰ εἴτε χωρὶς παιδιὰ)38,
καὶ ἔπειτα µοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι ἄδικο νὰ ἀφήσω στὴν
ἀφάνεια τὸ ὑπερήφανο ἔργο τοῦ Σωκράτη, ἀφοῦ, ἔτσι κι
ἀλλοιῶς, ἀνέλαβα νὰ τὸν ἐπαινέσω. Γιατὶ κι ἐγὼ ἔχω ἀκόµη
τὸ σηµάδι τοῦ δαγκωµένου ἀπ᾿ τὸ φίδι. Κι ὅπως λένε, αὐτὸ
ὅταν τὸ πάθῃ κάποιος, δὲν θέλει νὰ λέῃ µὲ τὶ ἔµοιαζε, παρὰ
                                                        
38. Οἱ δὐο σχετικὲς παροιµίες ἦταν: α) οἶνος καὶ παῖδες ἀληθεῖς (δηλ. τὸ
κρασὶ καὶ τὰ παιδιὰ ἀποκαλύπτουν τὴν ἀλήθεια), καὶ β) οἶνος καὶ
ἀλήθεια (δηλ. τὸ κρασὶ καὶ ἡ ἀλήθεια πᾶνε µαζί). Σήµερα λέµε ἀπὸ
µικρὸ κι ἀπὸ µεθυσµένο µαθαίνεις τὴν ἀλήθεια, ἤ ἀπὸ µικρὸ κι ἀπὸ
τρελλό µαθαίνεις τὴν ἀλήθεια.


60
µόνο στοὺς δαγκωµένους, ἐπειδὴ εἶναι οἱ µόνοι ποὺ θὰ τὸν
καταλάβαιναν καὶ θὰ τὸν δικαιολογοῦσαν, ἂν τολµοῦσε νὰ
218 κάνῃ ἤ νὰ πῇ ὁτιδήποτε ἐξ αἰτίας τοῦ πόνου. Ἐγὼ λοιπὸν ποὺ
εἶµαι δαγκωµένος ἀπὸ κάτι πιὸ ὀδυνηρὸ καὶ µάλιστα στὸ
σηµεῖο ποὺ ὅταν κάποιος δαγκωθῇ προκαλεῖ τοὺς φοβερό-
τερους πόνους  δηλαδὴ στὴν καρδιὰ ἤ ψυχὴ ἤ ὅπως
ἀλλοιῶς πρέπει νὰ τὸ ὀνοµάσω αὐτὸ, ποὺ ὅταν πληγωθῇ καὶ
δαγκωθῇ ἀπὸ τοὺς φιλοσοφικοὺς λόγους, οἱ ὁποῖοι θεω-
ροῦνται ἰσχυρότεροι ἀπὸ τῆς ὀχιᾶς, ὅταν εἰσχωρήσουν στὴν
ἀπονήρευτη ψυχὴ κάποιου νέου, τὴν κάνουν νὰ ἐνεργῇ καὶ
νὰ λέῃ ὁτιδήποτε  κι ἀπ᾿ τὴν ἄλλη πάλι, βλέποντας Φαί-
δρους, Ἐρυξίµαχους, Παυσανίες, Ἀριστόδηµους καὶ Ἀριστο-
β φάνηδες  τότε τὶ πρέπει νὰ πῇ ὁ ἴδιος ὁ Σωκράτης καὶ τόσοι
ἄλλοι; ἐπειδὴ ὅµως ὅλοι σας ἔχετε συµµετοχὴ καὶ στὴ φιλο-
σοφικὴ µανία καὶ στὶς βακχικὲς39 τελετές, γι᾿ αὐτὸ ὅλοι σας θ᾿
ἀκούσετε· γιατὶ θὰ δικαιολογήσετε κι αὐτὰ ποὺ ἔγιναν τότε
κι αὐτὰ ποὺ λέγονται τώρα· οἱ ὑπηρέτες ὅµως, καὶ ὅποιος
ἄλλος ἀµύητος καὶ ἀµόρφωτος ὑπάρχῃ, ἄς βουλώσουν καλὰ
τ᾿ αὐτιὰ τους.

ΚΕΦ. 34.

Ἐπειδὴ λοιπόν, λεβέντες µου, καὶ ὁ λύχνος εἶχε
σβύσει καὶ οἱ ὑπηρέτες ἦταν ἔξω, σκέφτηκα νὰ µὴν χρησιµο-
γ ποιήσω ὑπονοούµενα, ἀλλὰ νὰ τοῦ πῶ ἐλεύθερα αὐτὰ ποὺ
σκεφτόµουνα· καὶ σπρώχνοντάς τον τοῦ εἶπα: Σωκράτη
κοιµᾶσαι; Ὄχι ἀκόµη, εἶπε ἐκεῖνος. Ξέρεις τὶ ἔχω σκεφτεῖ; Τἰ
ἀκριβῶς; εἶπε. Ἔχω τὴν ἐντύπωση, τοῦ εἶπα, ὅτι ἐσὺ εἶσαι γιὰ
µένα ὁ µόνος κατάλληλος ἐραστής, καὶ µοῦ φαίνεται ὅτι
διστάζῃς νὰ µοῦ τὸ ἀποκαλύψῃς· ἐγὼ ὅµως κάπως ἔτσι
αἰσθάνοµαι· θεωρῶ ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀνόητο νὰ µὴ σοῦ κάνω
ὄχι µόνο αὐτὴ τὴ χάρη ἀλλὰ καὶ κάτι ἂν θὰ χρειαζόσουνα ἤ
ἀπὸ τὴ δικὴ µου περιουσία ἤ ἀπὸ τοὺς φίλους µου. Διότι γιὰ
δ µένα δὲν ὑπάρχει ἄλλη προτεραιότητα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ γίνω
ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερος, ὅπως µοῦ φαίνεται ὅµως, σ᾿ αὐτὸ
κανείς δὲν εἶναι καταλληλότερος συµπαραστάτης ἀπὸ σένα.
Ἐγὼ λοιπὸν ἂν δὲν ἔκανα χάρη σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο σὰν κι
ἐσένα πολὺ περισσότερο θὰ ντρεπόµουνα τοὺς φρόνιµους,
παρὰ τοὺς πολλοὺς καὶ ἀνόητους ἂν σοῦ ἔκανα χάρη. Κι
αὐτὸς ἀφοῦ ἄκουσε, εἶπε κάπως εἰρωνικὰ καὶ µὲ τὸ συνηθι-
                                                        
39. Μυστηριακὲς γιορτὲς πρὸς τιµὴν τοῦ θεοῦ Βάκχου (Διόνυσου).


61
σµένο προσωπικὸ του ὕφος· Ὦ φίλε µου Ἀλκιβιάδη, πραγµα-
τικὰ µοιάζεις νὰ εἶσαι ὄχι καὶ τόσο ἀσήµαντος, ἂν εἶναι
βέβαια ἀλήθεια ὅσα λές γιὰ µένα, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει µέσα
ε µου κάποια δύναµη, µὲ τὴν ὁποία θὰ γινόσουν καλύτερος·
προφανῶς διακρίνεις σ᾿ ἐµένα κάποιο ἀκαταµάχητο κάλλος
πολὺ πιὸ διαφορετικὸ ἀπ᾿ τὴ δικὴ σου ὀµορφιὰ. Βλέποντάς
το λοιπόν, ἂν ἐπιχειρῇς νὰ µοῦ τὸ ἀνακοινώσῃς καὶ νὰ
ἀνταλλάξῃς τὸ ἕνα κάλλος µὲ τὸ ἄλλο, δὲν σκέφτεσαι ἁπλὰ
νὰ ὡφεληθῇς, ἀλλὰ ἐπιχειρεῖς ν᾿ ἀποκτήσῃς τὴν ἀληθινή
ὀµορφιὰ ἀντὶ τῆς φαινοµενικῆς καὶ στὴν πραγµατικότητα
σκέφτεσαι ν᾿ ἀνταλλάξῃς χ ρ υ σ ὰ µὲ χ ὰ λ κ ι ν α. Σκέψου
219 καλύτερα ὅµως, ἀγαπητὲ µου, µήπως σὲ ξεγελῶ καὶ δὲν ἀξίζω
τίποτα. Διότι ἡ διανοητικὴ ὄραση ἀρχίζει νὰ διακρίνῃ
ὀξύτερα, ὅταν ἡ ὀξύτητα τῶν µατιῶν φτάνει στὸ τέλος της·
ἐσὺ ὅµως εἶσαι ἀκόµη πολὺ µακριὰ ἀπ᾿ αὐτά. Κι ἐγὼ ἀφοῦ
τὸν ἄκουσα, εἶπα· αὐτὰ ποὺ µὲ ἀφοροῦν, ἀπ᾿ τὰ ὁποῖα τίποτα
δὲν ἔχει εἰπωθεῖ διαφορετικά, εἶναι πραγµατικὰ ἔτσι ὅπως τὰ
σκέφτοµαι· ἐσὺ ὁ ἴδιος ὅµως ἀποφάσισε, ποιὸ νοµίζεις ὅτι θὰ
εἶναι ἄριστο καὶ γιὰ σένα καὶ γιὰ µένα. Αὐτὸ βέβαια, εἶπε,
καλὰ τὸ λές· γιατὶ ἔχοµε ὅλο τὸ χρόνο µπροστὰ µας νὰ
σκεφτοῦµε καὶ νὰ κάνωµε αὐτὸ ποὺ µᾶς φαίνεται ἄριστο
καὶ γι᾿
β αὐτὰ καὶ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα. Ἐγὼ λοιπὸν µετὰ ἀπ᾿ αὐτά ποὺ
ἄκουσα καὶ εἶπα, καὶ ἐπειδὴ τ᾿ ἄφηνα νὰ φεύγουν σὰν βέλη,
ὑπέθεσα ὅτι θὰ τὸν εἶχα τραυµατίσῃ· κι ἀφοῦ πετάχτηκα
πάνω, χωρὶς νὰ προλάβῃ νὰ πῇ τίποτα περισσότερο, ἔριξα
πάνω του τὸ παλτὸ µου  ἐπειδὴ ἦταν χειµῶνας  ξάπλωσα
κάτω ἀπ᾿ τὰ σκεπάσµατά του, κι ἀφοῦ ἔβαλα τὰ χέρια µου
γύρω ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν δαιµόνιο στ᾿ ἀλήθεια καὶ θαυµάσιο ἂν-
γ θρωπο, κοιµήθηκα ὅλη τὴ νύχτα. Οὔτε καὶ γι᾿ αὐτὰ ὅµως,
Σωκράτη, θὰ πῇς ὅτι λέω ψέµµατα. Κι ἐνῶ ἐγὼ ἔκανα ὅλα
αὐτά, αὐτὸς ἔµεινε ὑπερβολικὰ ἀδιάφορος καὶ µὲ περιφρό-
νησε καὶ περιγέλασε τὴ νιότη µου καὶ µὲ ταπείνωσε· ἂν κι ἐγὼ
θεωροῦσα ὅτι κάτι ἀξίζει, λεβέντες δικαστὲς µου· γιατὶ
πραγµατικὰ εἶστε δικαστὲς τὴς ὑπερηφάνιας τοῦ Σωκράτη.
Μάθετέ το καλά, λοιπόν, σᾶς ὁρκίζοµαι στοὺς θεοὺς καὶ στὶς
θεές, σηκώθηκα χωρὶς νὰ συµβῇ τίποτα περισσότερο ἐπειδὴ
εἶχα ξαπλώσει µὲ τὸν Σωκράτη, ἀπ᾿ ὅτι θὰ συνέβαινε ἂν κοι-
µόµουν µὲ τὸν πατέρα µου ἤ µὲ τὸν µεγαλύτερο ἀδελφὸ µου.


62
δ ΚΕΦ. 35.
Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ, φαντάζεστε σὲ τὶ ψυχολογικὴ
κατάσταση ἔφθασα, σκεφτόµενος ἀπ᾿ τὴ µιὰ ὅτι ἔχω έξευτε-
λισθεῖ, κι ἀπ᾿ τὴν ἄλλη θαυµάζοντας τὴ συµπεριφορὰ του καὶ
τὴ σωφροσύνη καὶ τὴν ἀνδρεία, ποὺ ὑπῆρχε σ᾿ ἕναν
ἄνθρωπο, τέτοιο ποὺ ἐγὼ δὲν φανταζόµουνα ποτὲ νὰ ὑπάρ-
χῃ σὲ φρόνηση καὶ σὲ ἐγκράτεια; Ὥστε οὔτε µποροῦσα
κάπως νὰ ἐξοργιστῶ καὶ νὰ στερηθῶ τὴ συντροφιὰ του, οὔτε
ἤξερα τὶ νὰ κάνω γιὰ νὰ τὸν φέρω κοντὰ µου. Γιατὶ γνώριζα
ε καλά, ὅτι καὶ στὰ χρήµατα ἦταν ἀπὸ παντοῦ ἄτρωτος πολὺ
περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἦταν ὁ Αἴαντας στὰ σιδερένια βόλια,
ἀλλὰ καὶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ ὑπολόγιζα ὅτι ἦταν τὸ µοναδικὸ ποὺ
µποροῦσε νὰ τὸν σκλαβώσῃ (δηλαδὴ γιὰ τὴν ὀµορφιὰ µου),
µὲ εἶχε ἀποφύγει. Βρισκόµουνα σὲ ἀµηχανία λοιπόν, καὶ
στριφογύριζα περιφρονηµένος ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο ὅσο
κανεὶς δὲν περιφρονήθηκε ἀπὸ κανένα ἄλλο. Ὅλα αὐτὰ
βέβαια µοῦ εἶχαν συµβεῖ προηγουµένως, καὶ ἀργότερα ἔγινε ἡ
ἐκστρατεία µας στὴν Ποτίδαια, ὅπου εἴχαµε καὶ κοινὸ
συσσίτιο. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα λοιπὸν στὶς κακουχίες ὄχι µόνο ἐµέ-
να ξεπερνοῦσε, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς ἄλους. Κι ὅποτε ἀναγ-
καστήκαµε νὰ µείνωµε νηστικοὶ ἐπειδὴ ἀποκλειστήκαµε
κάπου, ὅπως συµβαίνει στὶς ἐκστρατεῖες, τίποτα δὲν ἦταν οἱ
220 ὑπόλοιποι µπροστὰ του στὴν ἀντοχή. Ἀλλὰ καὶ στὶς δια-
σκεδάσεις µόνο αὐτὸς εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ τὰ ἀπολαµβάνῃ
ὅλα καὶ ἐπειδὴ ἀπέφευγε νὰ πίνῃ, ὅποτε ἀναγκαζόταν νὰ τὸ
κάνῃ, ὅλους τοὺς κέρδιζε· καὶ τὸ πιὸ ἀξιοθαύµαστο ἀπ᾿ ὅλα,
εἶναι ὅτι κανένας ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους δὲν ἔχει δεῖ ποτὲ
µεθυσµένο τὸ Σωκράτη. Αὐτὸ βέβαια, µοῦ φαίνεται ὅτι
µπορεῖτε νὰ τὸ διαπιστώσετε καὶ τώρα. Ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τήν
ἀντοχὴ του τὸ χειµῶνα  ἐπειδὴ σ᾿ αὐτὰ τὰ µέρη ὁ χειµῶ-νας
εἶναι πολὺ βαρύς  ὅλα τὰ ἀντιµετώπιζε µὲ θαυµαστὸ
β τρόπο, καὶ κάποτε µάλιστα ποὺ ἔκανε τόσο τροµερὴ
παγωνιά, ἐνῶ οἱ ἄλλοι ἤ δὲν ἔβγαιναν µέσα ἀπ᾿ τὶς σκηνὲς, ἤ
ἂν κάποιος ἔβγαινε, ἦταν τόσο πολὺ καλὰ ντυµένος καὶ
παπουτσωµένος κι εἶχε τυλίξει τὰ πόδια του µέ µάλλινο
ὕφασµα καὶ δέρµα προβάτου, αὐτὸς ἔβγαινε ἔχοντας τὸ
πανωφόρι ποὺ συνήθιζε νὰ φοράῃ προηγουµένως, καὶ περ-
πατοῦσε ξυπόλητος πάνω στὸν πάγο εὐκολότερα ἀπ᾿ ὅτι οἱ
ἄλλοι ποὺ φοροῦσαν παπούτσια. Κι ὅλοι τὸν λοξοκοι-
τοῦσαν, ἐπειδὴ τάχα τοὺς περιφρονοῦσε.


63
γ ΚΕΦ. 36.
Ἔτσι λοιπὸν συνέβησαν αὐτά· πόσο ὑπέφερε
ὅµως καὶ ταλαιπωρήθηκε αὐτὸς ὁ γενναῖος ἄνδρας κάποτε
ἐκεῖ στὴν ἐκστρατεία, ἀξίζει ν᾿ ἀκούσετε. Στοχαζόµενος κάτι,
εἶχε σταθεῖ ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ στὸ ἴδιο σηµεῖο καὶ σκεφτότανε,
ἐπειδὴ ὅµως δὲν ὑπῆρχε πρόοδος στὸ ζητούµενο, δὲν ἔφευγε
ἀλλὰ στεκόταν ἐκεῖ, ἀναζητῶντάς το. Καὶ ἦταν ἤδη µεσηµέρι,
ὅταν τὸν ἀντιλήφθηκαν οἱ στρατιῶτες, καὶ ἔλεγαν µὲ ἔκπληξη
ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, ὅτι ὁ Σωκράτης στεκόταν ὄρθιος ἀπὸ τὴν
αὐγὴ, φροντίζοντας γιὰ κάτι. Ὅταν βράδυασε, µερικοὶ ἀπό
τοὺς Ἴωνες ποὺ εἶχαν τελειώσει τὸ φαγητὸ τους, ἐπειδὴ τότε
δ βέβαια ἦταν καλοκαίρι, ἔβγαλαν τὰ στρωσίδια ἀπ᾿ τὶς σκηνὲς
γιὰ νὰ κοιµηθοῦν ἀφ᾿ ἑνὸς στὴ δροσιά, ἀφ᾿ ἑτέρου γιὰ νὰ τὸν
παρακολουθοῦν ἂν θὰ στεκόταν καὶ τὴ νύχτα ὄρθιος. Κι
αὐτὸς εἶχε σταθεῖ µέχρι ποὺ ξηµέρωσε καὶ βγῆκε ὁ ἥλιος· κι
ἀφοῦ προσευχήθηκε στὸν ἥλιο, στὴ συνέχεια ἀποχώρησε. Ἂν
θέλετε ὅµως ἀκοῦστε γιὰ τὶς µάχες· κι αὐτὸ γίνεται βέβαια γιὰ
νὰ ἀποδοθῇ σ᾿ αὐτὸν δικαιοσύνη· γιατί, ὅταν γινόταν ἡ µάχη
ἀπ᾿ τὴν ὁποία οἱ στρατηγοὶ µοῦ δώσανε τὸ βραβεῖο,
κανένας ἄλλος ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους δὲν µὲ ἔσωσε ἐκτὸς ἀπ᾿
ε αὐτόν, µὴ θέλοντας νὰ µὲ ἐγκαταλείψῃ πληγωµένο, ἀλλὰ καὶ
τὰ ὅπλα µου διέσωσε κι ἐµένα τὸν ἴδιο. Ἐγὼ ὅµως, Σωκράτη,
καὶ τότε προέτρεπα τοὺς στρατηγοὺς νὰ δώσουν σ᾿ ἐσένα τὸ
βραβεῖο, κι αὐτὸ τοὐλάχιστον οὔτε θὰ τὸ καταλογίσῃς εἰς
βάρος µου οὔτε θὰ πῇς ὅτι ψεύδοµαι· ἀλλὰ καὶ ὅταν οἱ
στρατηγοὶ θέλησαν νὰ δώσουν σ᾿ ἐµένα τὸ βραβεῖο ἀποβλέ-
ποντες στὸ ἀξίωµά µου, ἐσὺ ἔδειξες µεγαλύτερη προθυµία ἀπ᾿
τοὺς στρατηγοὺς, γιὰ νὰ τὸ πάρω ἐγὼ κι ὄχι ἐσύ. Ἀκόµη
ὅµως, ἀγαπητοὶ µου, θ᾿ ἄξιζε τὸν κόπο νὰ βλέπατε τὸ Σω-
κράτη κατὰ τὴν ὑποχώρηση τοῦ στρατοῦ ἀπὸ τὸ Δήλιο· διότι
221 ἔτυχε νὰ βρίσκοµαι πάνω σὲ ἄλογο, κι αὐτὸς πεζός. Κι ἐνῶ οἱ
στρατιῶτες εἶχαν ἤδη σκορπιστεῖ, αὐτὸς ὑποχωροῦσε µαζὶ µὲ
τὸ Λάχη40· Κι ἐγὼ ὅταν τοὺς εἶδα, ἐπειδὴ ἔτυχε νὰ εἶµαι ἐκεῖ,
ἀµέσως τοὺς παρακίνησα νὰ ἔχουν θάρρος, λέγοντας ὅτι δὲν
θὰ τοὺς ἐγκαταλείψω. Ἐδῶ πρόσεξα ἀκόµη καλύτερα τὸ
Σωκράτη παρὰ στὴν Ποτίδαια. Γιατὶ ἐγὼ φοβόµουν λιγότερο,
ἐξ αἰτίας ποὺ ἤµουν ἔφιππος. Κατὰ πρῶτον παρατήρησα πό-
σο πιὸ ψύχραιµος ἦταν ἀπ᾿ τὸ Λάχη· ἔπειτα µοῦ φάνηκε, ὅπως
                                                        
40. Ἀθηναῖος στρατηγός, τὸ ὄνοµα τοῦ ὁποίου χρησιµοποίησε ὁ Πλάτωνας
στὸν ὁµώνυµο διάλογο, µὲ θέµα τὴν ἀνδρεία.


64
β ἰσχυρίζεσαι καὶ σὺ Ἀριστοφάνη, ὅτι περπατοῦσε κι ἐκεῖ
ὅπως κι ἐδῶ, κ ο ρ δ ω µ έ ν ο ς κ α ὶ µ έ β λ έ µ µ α π α -
ρ α τ η ρ η τ ι κ ό, παρακολουθῶντας µὲ ἠρεµία καὶ τοὺς
φίλους καὶ τοὺς ἐχθρούς, καὶ ἔδινε σὲ ὅλους ἀκόµη κι ἀπὸ
µακρυά νὰ καταλάβουν, ὅτι θ᾿ ἀντισταθῇ ἀρκετὰ ρωµαλέα ἂν
κάποιος τὸν ἀγγίξῃ. Γι᾿ αὐτὸ ὑποχωροῦσε µὲ ἀσφάλεια τόσο
ὁ ἴδιος ὅσο καὶ ὁ ἄλλος· διότι αὐτοὺς ποὺ συµπεριφέρονται
ἔτσι στὸν πόλεµο, σχεδὸν δὲν τοὺς ἀγγίζουν οἱ ἀντίπαλοι,
ἀλλὰ κυνηγοῦν αὐτοὺς ποὺ τρέχουν νὰ ξεφύγουν. Μ᾿ αὐτὰ
γ καὶ µὲ πολλὰ ἄλλα θαυµάσια θὰ εἶχε τὴ δυνατότητα νὰ
ἐπαινέσῃ κάποιος τὸ Σωκράτη· γιὰ ὅλα τ᾿ ἄλλα χαρακτηρι-
στικὰ του ὅµως, θὰ µποροῦσε νὰ ἰσχυρισθῇ κάποιος ὅτι τὰ
ἔχουν κι ἄλλοι, ἀλλὰ τὸ ὅτι δὲν µοιάζει µὲ κανένα ἀπὸ τοὺς
ἀνθρώπους, οὔτε τοὺς πιὸ παλιοὺς οὔτε αὐτοὺς ποὺ ζοῦν
σήµερα, αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ ἀξιοθαύµαστο ἀπ᾿ ὅλα. Τὸν Ἀχιλ-
λέα δηλαδὴ, θὰ µποροῦσε κάποιος νὰ τὸν παροµοιάσῃ µὲ τὸ
Βρασίδα, τὸν Περικλῆ ἐπίσης, µὲ τὸ Νέστορα καὶ τὸν Ἀντί-
νορα, ἀλλὰ ὑπάρχουν κι ἄλλοι ποὺ θὰ µποροῦσε κάποιος νὰ
δ τοὺς παροµοιάσῃ· τέτοιος ποὺ ἔχει γίνει ὅµως µὲ τὴν ἰδιο-
µορφία του αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, τόσο ὁ ἴδιος ὅσο καὶ τὰ λόγια
του, οὔτε κατὰ προσέγγιση δὲν θὰ βρῇ κάποιος ποὺ ψάχνει,
οὔτε ἀνάµεσα στοὺς σηµερινοὺς οὔτε ἀνάµεσα στοὺς παλιούς,
ἐκτὸς ἂν κάποιος παροµοιάσῃ κι αὐτὸν καὶ τὰ λόγια του, ὄχι
µὲ κανένα ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ µὲ τοὺς σάτυρους καὶ
τοὺς σειληνούς, ὅπως σᾶς εἶπα προηγουµένως.
ΚΕΦ. 37. Ξέχασα ὅµως νὰ σᾶς πῶ στὴν ἀρχή, ὅτι καὶ τὰ
λόγια του εἶναι ὁλόϊδια µὲ τοὺς ἀνοιγµένους σειληνούς. Διότι
ε ἂν θέλῃ κάποιος νὰ ἀκούσῃ τὰ λόγια τοῦ Σωκράτη, ἀρχικὰ
θὰ τοῦ φανοῦν πολὺ ἀστεῖα· ἐπιφανειακὰ περιβάλλονται µὲ
τέτοιες λέξεις καὶ ἐκφράσεις, ὅπως τὸ δέρµα τοῦ ἀδιάντροπου
σάτυρου. Διότι µιλάει γιὰ γαϊδούρια φορτωµένα καὶ γιὰ κά-
ποιους χαλκιᾶδες καὶ γιὰ τσαγκάρηδες καὶ γιὰ βυρσοδέψες,
καὶ φαίνεται πάντα νὰ µιλάῃ µὲ τὰ ἴδια λόγια γιὰ τὰ ἴδια
θέµατα, µὲ ἀποτέλεσµα ὁ κάθε ἄπειρος καὶ ἀνόητος ἄνθρω-
πος νὰ γελοιοποιήσῃ τὰ λόγια του. Ἂν κάποιος ὅµως τὰ ἀνα-
222 λύσῃ περισσότερο καὶ ἐµβαθύνῃ σ᾿ αὐτὰ, κατὰ πρῶτον θὰ
βρῇ ὅτι µόνο αὐτὰ τὰ λόγια ἔχουν βαθύτερο νόηµα, ἔπειτα θὰ
διαπιστώσῃ ὅτι εἶναι θεϊκὰ λόγια καὶ κρύβουν µέσα τους
πολλὰ ἀγάλµατα ἀρετῆς καὶ προεκτείνονται σὲ πολλὰ, ἤ
µᾶλλον σὲ κάθε τι ποὺ ἁρµόζει νὰ σκέφτεται αὐτὸς ποὺ


65
ἐπιδιώκει νὰ τελειοποιηθῇ· αὐτὰ εἶναι ποὺ ἐπαινῶ στὸ Σω-
κράτη, ἀγαπητοὶ µου· γιὰ ὅσα πάλι τὸν κατηγορῶ, σᾶς εἶπα
µαζὶ µὲ τὰ ὑπόλοιπα, πόσο µὲ ταπείνωσε. Κι αὐτὰ βέβαια δὲν
β τὰ ἔχει κάνει µόνο σ᾿ ἐµένα, ἀλλὰ καὶ στὸ Χαρµίδη καὶ στὸ
Γλαύκωνα καὶ στὸν Εὐθύδηµο τοῦ Διοκλῆ καὶ σὲ πολλοὺς
ἄλλους, τοὺς ὁποίους ἀφοῦ ἐξαπατήσει σὰν ἐραστὴς παίρνει
τὴ θέση τοῦ ἀγαπηµένου ἀντὶ τοῦ ἐραστῆ. Αὐτὰ ἑποµένως
συµβουλεύω κι ἐσένα, Ἀγάθωνα, νὰ µὴν ἐξαπατηθῇς ἀπ᾿
αὐτόν, ἀλλὰ νὰ προστατευθῇς διδασκόµενος ἀπ᾿ τὰ παθή-
µατά µας, καὶ ὄχι ἀπό τὴν παροιµία ποὺ λέει «πᾶθε γιὰ νὰ
µάθῃς», σὰν νὰ εἶσαι µικρὸ παιδί.

γ ΚΕΦ. 38.
Ὅταν τὰ εἶπε αὐτὰ ὁ Ἀλκιβιάδης προκάλεσε
γέλιο µὲ τὴν ἐλευθεροστοµία του, ἐπειδὴ ἔδειχνε νὰ ἔχη ἀκόµη
ἐρωτικὴ διάθεση γιὰ τὸ Σωκράτη. Εἶπε λοιπὸν ὁ Σωκράτης·
νηφάλιος µοῦ φαίνεσαι, Ἀλκιβιάδη. Διότι ποτὲ δὲν θὰ
κατώρθωνες στριφογυρίζοντας τὴν κουβέντα τόσο ἔντεχνα νὰ
ἐξαφανίσῃς τὴν αἰτία ποὺ τὰ εἶπες ὅλα αὐτά, καὶ λέγοντάς τα
δῆθεν συµπληρωµατικὰ, τὰ τοποθέτησες στὸ τέλος, γιὰ νὰ
δ φανῇ ὅτι δὲν τὰ εἶπες ἐπειδὴ ἤθελες νὰ διαβάλῃς ἐµένα καὶ
τὸν Ἀγάθωνα, θεωρῶντας ἀφ᾿ ἑνὸς ὅτι ἐγὼ θὰ πρὲπει ν᾿
ἀγαπῶ ἐσένα καὶ κανένα ἄλλο, ἀφ᾿ ἑτέρου ὁ Ἀγάθωνας ν᾿
ἀγαπιέται µόνο ἀπὸ σένα κι ἀπὸ κανένα ἄλλο. Δὲν ξέφυγες
ὅµως, ἀλλὰ ἔγινε ὁλοφάνερο αὐτὸ τὸ σειληνικὸ καὶ σατυρικὸ
σου δρᾶµα. Ὅµως, φίλε µου Ἀγάθωνα, φρόντισε νὰ µὴν τοῦ
γίνῃ τὸ χατῆρι, ἀλλὰ προετοιµάσου ὥστε κανένας νὰ µὴ
διαβάλῃ ἐσένα κι ἐµένα. Κι ὁ Ἀγάθωνας εἶπε· φαὶνεται νὰ
ε λὲς τὴν ἀλήθεια, Σωκράτη. Τὸ συµπεραίνω µάλιστα κι ἀπ᾿ τὸ
ὅτι ξάπλωσε ἀνάµεσα σὲ σένα κι ἐµένα, γιὰ νὰ µᾶς χωρίσῃ·
κανένα χατῆρι λοιπὸν δὲν θὰ τοῦ γίνῃ πιά, ἀλλὰ θὰ ἔρθω
κοντὰ σου νὰ ξαπλώσω. Ὑπέροχα λοιπόν, εἶπε ὁ Σωκράτης,
ἔλα ξάπλωσε µετὰ ἀπὸ µένα. Ὦ Δία, εἶπε ὁ Ἀλκιβιάδης, τὶ
παθαίνω πάλι ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Φαντάζεται ὅτι πρέπει
παντοῦ νὰ µὲ ξεπερνάῃ. Ἀλλὰ τοὐλάχιστον, ἀξιοθαύµαστε,
ἄφησε τὸν Ἀγάθωνα νὰ ξαπλώσῃ ἀνάµεσά µας. Αὐτὸ εἶναι
ἀδύνατον, εἶπε ὁ Σωκράτης. Διότι, ἀφοῦ ἐσὺ ἐπαίνεσες ἐµένα,
ἐγὼ πάλι πρέπει νὰ ἐπαινέσω τὸν πρὸς τὰ δεξιὰ µου, ἐὰν
λοιπὸν ὁ Ἀγάθωνας ξαπλώσῃ µετὰ ἀπὸ σένα, δὲν πάει ὄµορ-
φα νὰ ἐπαινέσῃ πάλι ἐµένα, πρὶν ἀκόµη ἐπαινεθῇ ἀπὸ µένα.
223 Ἄφησε ὅµως νὰ ἐπαινεθῇ ἀπὸ µένα, δαιµόνιε ἄνθρωπε, καὶ
µὴν τὸ ζηλεύεις τὸ παιδί· γιατὶ πάρα πολὺ ἐπιθυµῶ νὰ τὸν


66
ἐγκωµιάσω. Πώ, πώ! Ἀλκιβιάδη, εἶπε ὁ Ἀγάθωνας, δὲν γίνεται
νὰ ἐπαινεθῶ ἂν µείνω ἐδῶ, ἀλλὰ µᾶλλον θὰ µετακι-νηθῶ
ὁπουδήποτε, γιὰ νὰ ἐπαινεθῶ ἀπὸ τὸ Σωκράτη. Ὁρίστε πάλι
ἐκεῖνα τὰ γνωστά, εἶπε ὁ Ἀλκιβιάδης· ὅταν εἶναι παρὼν ὁ
Σωκράτης εἶναι ἀδύνατον σὲ ἄλλον νὰ ἐπικοινωνήσῃ µὲ τοὺς
ὡραίους. Καὶ πόσο εὔκολα βρῆκε τώρα καὶ τὴ δικαιολογία,
γιὰ νὰ ξαπλώσῃ κοντὰ του κι αὐτός.

β ΚΕΦ. 39.
Τότε λοιπόν, ὁ Ἀγάθωνας σηκώθηκε γιὰ νὰ πάῃ
νὰ ξαπλώσῃ κοντὰ στὸ Σωκράτη· ἀλλὰ ξαφνικὰ ἄρχισαν νὰ
καταφθάνουν πολλοὶ γλεντζέδες, κι ἐπειδὴ βρῆκαν τὴν πόρτα
ἀνοικτὴ καθὼς ἔφευγε κάποιος, προχώρησαν πρὸς τὴν
ἀπέναντι πλευρὰ καὶ ξάπλωσαν κοντὰ τους, ἐνῶ τὰ πάντα
γέµισαν µὲ θόρυβο, καὶ κανένας πιὰ δὲν ἀναγκαζόταν νὰ
πίν·η κρασὶ µὲ τάξη. Ὁ Ἐρυξίµαχος λοιπὸν καὶ ὁ Φαῖδρος καὶ
µερικοὶ ἄλλοι, εἶπε ὁ Ἀριστόδηµος, σηκώθηκαν κι ἔφυγαν, ὁ
γ ἴδιος ὅµως ξάπλωσε νὰ κοιµηθῇ, καὶ ἀφοῦ κοιµήθηκε ἀρκετὴ
ὥρα, ἐπειδὴ τότε καὶ οἱ νύχτες ἦταν µεγάλες, τὰ ξηµερώµατα
ποὺ σηκώθηκε κι εἶχαν ἀρχίσει νὰ λαλοῦν οἱ πετεινοὶ, εἶδε
ὅτι ἐνῶ ἄλλοι κοιµόταν κι ἄλλοι ἔφευγαν, ὁ Ἀγάθωνας µὲ τὸν
Ἀριστοφάνη καὶ τὸ Σωκράτη ἦταν ἀκόµη οἱ µόνοι ξύπνιοι
καὶ συνέχιζαν νὰ πίνουν ἀπὸ ἕνα µεγάλο κύπελλο, µὲ σειρὰ
πρὸς τὰ δεξιά. Ὁ Σωκράτης λοιπὸν ἐξακολουθοῦσε νὰ
συζητάῃ µαζὶ τους· τὰ ὑπόλοιπα λόγια ὅµως, ὁ Ἀριστόδηµος
δ εἶπε ὅτι δὲν τὰ θυµόταν. Διότι ἔτυχε νὰ µὴν βρίσκεται ἐκεῖ
ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀλλὰ καὶ νὰ νυστάζῃ· τὸ ἀποτέλεσµα λοιπόν,
ὅπως εἶπε, ἦταν νὰ τοὺς ὑποχρεώσῃ ὁ Σωκράτης νὰ παρα-
δεχθοῦν ὅτι ὁ ἴδιος ἄνθρωπος ἐπιβάλλεται νὰ γνωρίζῃ νὰ
δηµιουργῇ κωµωδία καὶ τραγωδία, καὶ ὅτι αὐτὸς ποὺ εἶναι
καλλιτέχνης τῆς τραγωδίας πρέπει νὰ εἶναι καὶ τῆς κωµωδίας.
Ἐπειδὴ νύσταζαν λοιπόν, αὐτὰ τὰ παρακολουθοῦσαν ὑπο-
χρεωτικὰ καὶ χωρὶς ἰδιαίτερη προσοχή· αὐτὸς ποὺ πῆγε
πρῶτος νὰ κοιµηθῇ ἦταν ὁ Ἀριστοφάνης, κι ὅταν ξηµέρωσε
πῆγε καὶ ὁ Άγάθωνας. Ὁ Σωκράτης λοιπόν, ἀφοῦ τοὺς
ἀποκοίµησε ὅλους, σηκώθηκε νὰ φύγῃ, κι ὁ Ἀριστόδηµος
ὅπως συνήθως τὸν ἀκολούθησε· καὶ ὅταν ἔφτασε στὸ
Λύκειο41, ἀφοῦ ἔπλυνε τὸ πρόσωπό του, συνέχισε νὰ περνᾷ
                                                        
41. Τὀ Λύκειο ἦταν δηµόσιο γυµναστήριο.


67
τὴν ὑπόλοιπη µέρα ὅπως καὶ τὶς ἄλλες φορές, καὶ ὅταν
βράδυασε, πῆγε στὸ σπίτι του ν᾿ ἀναπαυθῇ.






ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Κύω - Τίκτω - Γεννῶ
Ἡ ἑρµηνεία ποὺ καταγράφεται στὰ λεξικὰ γιὰ τὰ παραπάνω
ῥήµατα, εἶναι:
κυέω-κυῶ ἤ κύω (ἐκύουν, κυήσω, ἐκύησα, κεκύηκα, ἐκεκυήκην)=
ἐγυµονῶ, κυοφορῶ, φέρω ἐν γαστρί, εἶµαι ἔγκυος.
τίκτω (ἔτικτον, τεύξοµαι, ἔτεκον, τέτοκα, ἐτετόκην) = γεννῶ, φέρω
στὴν ἐπιφάνεια.
γεννάω-γεννῶ (ἐγέννουν, γεννήσω, ἐγέννησα, ἔχω γεννήσει, εἶχα
γεννήσει) = δηµιουργῶ, παράγω, δίνω ἀρχὴ σὲ κάτι.
Ὁ λόγος τῆς Διοτίµας πρὸς τὸν Σωκράτη (206γ), “κυοῦσι γὰρ
πάντες οἱ ἄνθρωποι καὶ κατὰ τὸ σῶµα καὶ κατὰ τὴν ψυχήν, καὶ
ἐπειδὰν ἔν τινι ἡλικίᾳ γένωνται, τίκτειν ἐπιθυµεῖ ἡµῶν ἡ φύσις”,
δηλαδή, “ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κυοῦν καὶ ὡς πρὸς τὸ σῶµα καὶ ὡς πρὸς
τὴν ψυχή καὶ ὅταν φτάσουν σὲ κάποια ἡλικία, ἡ φύση µας ἐπιθυµεῖ
νὰ τίκτῃ”, µὲ ὁδήγησε στὴν προσπάθεια ἀνάλυσης τοῦ λόγου, µὲ
τὸν ἀκόλουθο συλλογισµό:
1. Ἡ κύηση κατὰ τὸ σῶµα42
Ἀφοῦ κυοῦν ὅλοι οἱ ἀνθρωποι κατὰ τὸ σῶµα, σηµαίνει ὅτι ἡ
σωµατικὴ κύηση ἔχει δύο σκέλη· τὸ πρῶτο ἀφορᾷ στὴ γυναικεία
κύηση καὶ τὸ δεύτερο ἀφορᾷ στὴν ἀνδρική.
α. Ἡ γυναικεία σωµατικὴ κύηση, ἀφορᾷ στὴν κατάσταση τῆς
γυναίκας, µετὰ τὴν ἐµφύτευση στὴ µήτρα τοῦ γονιµοποιηµένου
ὠαρίου ἀπὸ τὸ σπερµατοζωάριο, ὁπότε καὶ χρησιµοποιεῖται ἡ
στενὴ ἔννοια τῆς ἐγκυµοσύνης, δηλαδὴ ἡ κυοφορία τοῦ ἐµβρύου.
                                                         
42. Στὴν κατανόηση καὶ ἀναλυτικὴ περιγραφὴ τῆς κύησης κατὰ τὸ σῶµα,
ὑπῆρξε καταλυτικὴ ἡ εὐγενικὴ συνεισφορὰ τοῦ διακεκριµένου γιατροῦ
κ. Μιχαὴλ Πολυχρονάκη (χειρουργοῦ - µαιευτῆρος - γυναικολόγου),
στὸν ὁποῖο ἐκφράζω τὴν εὐγνωµοσύνη µου.

                           68
Ἐπειδὴ ὅµως εἶναι ἀδύνατη ἡ ἀνδρικὴ κύηση µὲ αὐτὴ τὴ
µορφὴ, θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχῃ καὶ µιὰ ἄλλη µορφὴ κύησης, ποὺ θὰ
µποροῦσε νὰ ἑρµηνεύσῃ τὸ λόγο τῆς Διοτίµας. Σὲ ποιὸ στάδιο
λοιπὸν θὰ πρέπει νὰ ἀναζητηθῇ ἡ ἄλλη µορφὴ τῆς σωµατικῆς
κύησης; Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ ἀναζήτηση θὰ πρέπει νὰ γίνῃ στὸ
στάδιο ποὺ προηγεῖται τῆς κυοφορίας τοῦ ἐµβρύου.
Τὸ στάδιο αὐτὸ ἀφορᾷ στὴν ὕπαρξη ὠαρίου, τὸ ὁποῖο
κυεῖται (ἐξελίσσεται, ὡριµάζει) µέσα στὴν ὠοθήκη. Μετὰ τὴν
κύηση ἀκολουθεῖ ὁ τοκετὸς τοῦ ὠαρίου (αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ λέµε
ὠορρηξία ἤ ὠοθυλακιορρηξία) ὥστε τὸ ὠάριο νὰ περάσῃ στὶς
σάλπιγγες, ὅπου θὰ δηµιουργηθοῦν οἱ προϋποθέσεις γιὰ τὴ
γονιµοποίησή του ἀπὸ τὸ σπερµατοζωάριο. Ἑποµένως, ἡ ὅλη
διαδικασία τῆς ὡρίµανσης τοῦ ὠοθυλακίου καὶ τῆς ὠορρηξίας,
θὰ πρέπει νὰ θεωρηθῇ ὡς µία µορφὴ κύησης καὶ τοκετοῦ, ποὺ
προηγεῖται τῆς κυοφορίας τοῦ ἐµβρύου.
β. Ὡς ἀνδρικὴ σωµατικὴ κύηση, θὰ πρέπει νὰ ἑρµηνευθῇ ἡ
διαδικασία παραγωγῆς καὶ ἐναποθήκευσης τῶν σπερµατοζωρίων
στοὺς ὄρχεις, ἐνῶ ὁ τοκετὸς ποὺ ἀκολουθεῖ, εἶναι ἡ λεγόµενη
ἐκσπερµάτιση. Ἀλλοιῶς µὲ ποιὸ τρόπο θὰ µποροῦσε νὰ
ἑρµηνευθῇ ἡ ἀνδρικὴ κύηση κατὰ τὸ σῶµα;
Σὲ γενικὲς γραµµές, ἡ σωµατικὴ κύηση ἀκολουθεῖ τὴν ἑξῆς
πορεία:
Α Φάση στὴ γυναικεία κύηση → ὠάριο → ὠορρηξία
στὴν ἀνδρικὴ κύηση → σπερµατοζωάριο → ἐκσπερµάτιση
Β Φάση στὴ γυναικεία κύηση → κυοφορία ἐµβρύου → τοκετὸς
βρέφους (τόκος - ἀναπαραγωγή)
2. Ἡ κύηση κατὰ τὴν ψυχή
Οἱ δὲ κατὰ τὴν ψυχὴν (ἐγκύµονες) ... (κυοῦσιν) ἅ ψυχῇ
προσήκει καὶ κυῆσαι καὶ τεκεῖν· τὶ οὖν προσήκει, φρόνησίν τε καὶ
τὴν ἄλλην ἀρετήν· (209α).
Δηλαδή, ὅσοι ἐγκυµονοῦν ψυχικά ... κυοῦν αὐτὰ ποὺ ἁρµόζουν
στὴν ψυχὴ νὰ κυῇ καὶ νὰ τίκτῃ· καὶ αὐτὰ ποὺ ἁρµόζουν, εἶναι ἡ
φρόνηση καὶ ἡ ὑπόλοιπη ἀρετή (δηλ. ἡ σωφροσύνη, ἡ δικαιοσύνη
καὶ ἡ ἀνδρεία).
Ἡ ψυχικὴ κύηση ἑποµένως, εἶναι ἡ κύηση τῆς ἀρετῆς καὶ
τίκτεται µὲ τὴν ἔκφραση ἐνάρετου λόγου ἀπὸ τὸν ὁµιλητὴ πρὸς τὸν
ἀκροατή. Ἡ κατανόηση καὶ ἐπεξεργασία τοῦ ἐνάρετου λόγου ἀπὸ
τὸν ἀκροατή, ὁλοκληρώνει τὴ διαδικασία τῆς γέννησης ἀρετῆς στὸν
ἀκροατή (δηλ. τόκου - ἀναπαραγωγῆς ἀρετῆς).

69

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΗΣ ΚΥΗΣΗΣ 


     ΣΗΜΕΙΩΣΗ
• Μὲ γκρί χρῶµα, ἐπισηµαίνεται ἡ ἀντιστοίχιση τῆς διαδικασίας
τοῦ τοκετοῦ στὴ σωµατικὴ καὶ ψυχικὴ κύηση, τόσο στὴν πρώτη
ὅσο καὶ στὴ δεύτερη φάση.
• Στὴ λέξη τόκος ποὺ χρησιµοποιεῖ ἡ Διοτίµα στὸ κεφ. 25
(παραγρ. 206β), ἀποδίδεται ἡ ἔννοια τῆς ἀναπαραγωγῆς -
πολλαπλασιασµοῦ καὶ ἀπεικονίζει τὸ ἀποτέλεσµα τῆς
παραγωγικῆς διαδικασίας (βρέφος κατὰ τὴ σωµατικὴ κύηση καὶ
ἔκφραση νέου λόγου κατὰ τὴν ψυχικὴ κύηση ἀντίστοιχα).


70

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Θεώρησα ἀπαραίτητο νὰ παραθέσω αὐτούσιο τὸ ἀρχαῖο
κείµενο ἀπὸ τὴν παράγρ. 206α στίχος 7 (κεφ. 24), καθὼς καὶ
ὁλόκληρο τὸ κεφ. 25, στὸ ὁποῖο ἀναφέρονται τὰ στοιχεῖα τοῦ
ἑρµηνευτικοῦ σηµειώµατος (σελ. 67).
206α (7). Ἔστιν ἄρα ξυλλήβδην, ἔφη, ὁ ἔρως τοῦ τὸ ἀγαθὸν αὐτῷ
εἶναι ἀεί. Ἀληθέστατα, ἔφην ἐγώ, λέγεις.
β XXV. Ὅτε δὴ τούτου ὁ ἔρως ἐστὶν ἀεί, ἦ δ᾿ ἥ, τῶν τίνα τρόπον
διωκόντων αὐτὸ καὶ ἐν τίνι πράξει ἡ σπουδὴ καὶ ἡ ξύντασις
ἔρως ἂν καλοῖτο; τὶ τοῦτο τυγχάνει ὄν τὸ ἔργον; ἔχεις εἰπεῖν;
Οὐ µέντ᾿ ἂν σέ, ἔφην ἐγώ, ὦ Διοτίµα, ἐθαύµαζον ἐπὶ σοφίᾳ καὶ
ἐφοίτων παρὰ σὲ αὐτὰ ταῦτα µαθησόµενος. Ἀλλ᾿ ἐγώ σοι, ἔφη
ἐρῶ. ἔστι γὰρ τοῦτο τόκος ἐν καλῷ καὶ κατὰ τὸ σῶµα καὶ κατὰ
τὴν ψυχήν. Μαντείας, ἦν δ᾿ ἐγώ, δεῖται ὅ τὶ ποτε λέγεις, καὶ οὐ
γ µανθάνω. Ἀλλ᾿ ἐγώ, ἦ δ᾿ ἥ, σαφέστερον ἐρῶ. κυοῦσι γάρ, ἔφη,
ὦ Σώκρατες, πάντες ἄνθρωποι καὶ κατὰ τὸ σῶµα καὶ κατὰ τὴν
ψυχήν, καὶ ἐπειδὰν ἔν τινι ἡλικίᾳ γένωνται, τίκτειν ἐπιθυµεῖ
ἡµῶν ἡ φύσις. τίκτειν δὲ ἐν µὲν αἰσχρῷ οὐ δύναται, ἐν δὲ τῷ
καλῷ. ἡ γὰρ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνουσία τόκος ἐστίν. ἔστι δὲ
τοῦτο θεῖον τὸ πρᾶγµα, καὶ τοῦτο ἐν θνητῷ ὄντι τῷ ζώῳ
ἀθάνατον ἔνεστιν, ἡ κύησις καὶ ἡ γέννησις. τὰ δὲ ἐν τῷ ἀναρ-
µόστῳ ἀδύνατον γενέσθαι. ἀνάρµοστον δ᾿ ἐστὶ τὸ αἰσχρὸν
δ παντὶ τῷ θείῳ, τὸ δὲ καλὸν ἁρµόττον. Μοῖρα οὖν καὶ Εἰλεί-
θυια ἡ Καλλονὴ ἐστι τῇ γενέσει. διὰ ταῦτα ὅταν µὲν καλῷ
προσπελάζῃ τὸ κυοῦν, ἵλεών τε γίγνεται καὶ εὐφραινόµενον
διαχεῖται καὶ τίκτει τε καὶ γεννᾷ· ὅταν δὲ αἰσχρῷ, σκυθρωπόν
τε καὶ λυπούµενον συσπειρᾶται καὶ ἀποτρέπεται καὶ ἀνεί-
λεται καὶ οὐ γεννᾷ, ἀλλὰ ἴσχον τὸ κύηµα χαλεπῶς φέρει. ὅθεν
ε τῷ κυοῦντί τε καὶ ἤδη σπαργῶντι πολλὴ ἡ πτοίησις γέγονε
περὶ τὸ καλὸν διὰ τὸ µεγάλης ὠδῖνος ἀπολύειν τὸν ἔχοντα. ἔστι
γάρ, ὦ Σώκρατες, ἔφη, οὐ τοῦ καλοῦ ὁ ἔρως, ὡς σοὶ οἴει. Ἀλλὰ
τὶ µήν; Τῆς γεννήσεως καὶ τοῦ τόκου ἐν τῷ καλῷ. Εἶεν, ἦν δ᾿
ἐγώ. Πάνυ µὲν οὖν, τὶ δὴ οὖν τῆς γεννήσεως; ὅτι ἀειγενὲς ἐστι
καὶ ἀθάνατον ὡς θνητῷ ἡ γέννησις, ἀθανασίας δὲ ἀναγ-
207 καῖον ἐπιθυµεῖν µετὰ ἀγαθοῦ ἐκ τῶν ὡµολογηµένων, εἴπερ τοῦ
τἀγαθὸν ἑαυτῷ εἶναι ἀεὶ ἔρως ἐστίν. ἀναγκαῖον δὴ ἐκ τούτου
τοῦ λόγου, καὶ τῆς ἀθανασίας τὸν ἔρωτα εἶναι.


71
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
206α Γενικὰ ἑποµένως, εἶπε, ὁ ἔρωτας εἶναι ἡ κατάκτηση τοῦ
ἀγαθοῦ γιὰ πάντα. Λὲς τὴν ἀλήθεια, εἶπα ἐγώ.
β ΚΕΦ. 25. Ἀφοῦ λοιπὸν αὐτὴ εἶναι πάντα ἡ ἐπιδίωξη τοῦ
ἔρωτα, εἶπε ἐκείνη, µὲ ποιὸ τρόπο αὐτοὶ ποὺ ἐπιδιώκουν τὸ
ἀγαθὸ καὶ σὲ ποιὰ πράξη, ὁ πόθος καὶ ἡ ἔντονη διάθεσή τους,
θὰ ὀνοµαζόταν ἔρωτας; σὰν τὶ µπορεῖ νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἐνέργεια;
ἔχεις κάτι νὰ πῇς; Τότε Διοτίµα, εἶπα ἐγώ, δὲν θὰ σὲ θαύµαζα
γιὰ τὴ σοφία σου οὔτε θὰ σπούδαζα κοντὰ σου γιὰ νὰ µάθω
αὐτὰ ἀκριβῶς. Θὰ σοῦ πῶ λοιπὸν ἐγώ, εἶπε. Εἶναι ὁ τόκος µέσα
στὸ καλὸ καὶ ὡς πρὸς τὸ σῶµα καὶ ὡς πρὸς τὴν ψυχή. Μαντικὲς
ἱκανότητες, εἶπα ἐγώ, χρειάζεται αὐτὸ ποὺ λές καὶ δὲν τὸ κατα-
γ λαβαίνω. Θὰ µιλήσω λοιπόν, εἶπε ἐκείνη, µὲ µεγαλύτερη σαφή-
νεια. Διότι κυοῦν, εἶπε, Σωκράτη, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ ὡς
πρὸς τὸ σῶµα καὶ ὡς πρὸς τὴν ψυχή, ὅταν ὅµως φτάσουν σὲ
κάποια ἡλικία, ἡ φύση µας ἐπιθυµεῖ νὰ τεκνοποιήσῃ. Δὲν
µπορεῖ ὅµως νὰ τεκνοποιήσῃ µέσα στὸ αἰσχρό, ἀλλὰ µόνο µέσα
στὸ καλό. Δηλαδή, ἡ συνουσία τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας εἶ-
ναι τόκος. Αὐτὸ τὸ πρᾶγµα εἶναι θεϊκό, καὶ µέσα στὸ θνητὸ
ζῶο µόνο αὐτὸ ὑπάρχει ἀθάνατο, ἡ κύηση καὶ ἡ γέννηση. Αὐτὰ
ὅµως εἶναι ἀδύνατον νὰ δηµιουργηθοῦν µέσα στὸ ἀνάρµοστο.
Καὶ ἀνάρµοστο σὲ κάθε θεϊκὸ εἶναι τὸ αἰσχρό, ἐνῶ αὐτὸ ποὺ
δ ἁρµόζει εἶναι τὸ ὡραῖο. Στὴ γέννηση λοιπόν, ἡ Καλλονὴ παίζει
τὸ ρόλο τῆς Μοίρας καὶ τῆς Εἰλείθυιας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνο ποὺ
κυεῖ ὅταν πλησιάζῃ στὸ ὡραῖο, γίνεται ὁλόχαρο καὶ εὐφραινό-
µενο διαχύνεται καὶ τίκτει καὶ γεννᾷ, ἐνῶ ὅταν πλησιάζῃ στὸ
αἰσχρό, τότε σκυθρωπὸ καὶ λυπηµένο συσπειρώνεται καὶ ἀπο-
φεύγει καὶ ἀποµακρύνεται καὶ δὲν γεννᾷ, ἀλλὰ συγκρατεῖται
καὶ µὲ δυσκολία ἀντέχει τὸ κύηµα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ
δηµιουργεῖται µεγάλη ἔξαψη γιὰ τὸ ὡραῖο σ᾿ αὐτὸν ποὺ κυεῖ
ε καὶ εἶναι στὶς ὁρµὲς του· ἐπειδὴ τὸν ξαλαφρώνει ἀπὸ µεγάλο
πόνο. Ὁ ἔρωτας λοιπὸν Σωκράτη, εἶπε, δὲν εἶναι ἡ ἐπιδίωξη τῆς
κατάκτησης τοῦ ὡραίου, ὅπως νοµίζεις ἐσύ. Καὶ τότε τὶ εἶναι;
Ἡ ἐπιδίωξη τῆς γέννησης καὶ τοῦ τόκου µέσα στὸ ὡραῖο. Ἄς
εἶναι, εἶπα ἐγώ. Καταλαβαίνεις λοιπόν, εἶπε, γιατὶ εἶναι τῆς γέν-
νησης; διότι ἡ γέννηση καθιστᾷ τὸ θνητὸ ἀειγενὲς καὶ ἀθάνατο.
Καὶ σύµφωνα µὲ ὅσα ἔχοµε ὡµολογήσει εἶναι ἀναγκαῖο µαζὶ µὲ
τὸ ἀγαθὸ νὰ ἐπιδιώκεται ἡ ἀθανασία, ἐὰν βέβαια ὁ ἔρωτας εἶ-


72
207 ναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ ἀγαθοῦ γιὰ πάντα. Καταλήγοµε λοιπὸν
στὸ συµπέρασµα, ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι καὶ ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀθανα-
σίας.
                          
    








Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Γάτα - προστατεύει εσάς και το σπίτι σας από φαντάσματα και...

Η πεταλούδα που νόμιζε ότι ήταν ακόμη κάμπια: Μια ιστορία...

Οι νευροεπιστήμονες συστήνουν συχνές βόλτες στην παραλία και...